The Island by Athol Fugard, John Kani, and Winston Ntshona in Greek

The Island by Athol Fugard, John Kani, and Winston Ntshona in Greek

Poster of the production A South African Season, Royal Court Theatre, 1974
Courtesy Royal Court Theatre
Source: The Journal of Commonwealth Literature

 

The Island (1974) is a play devised by Athol Fugard, John Kani, and Winston Ntshona. It transfers Sophocles’ Antigone in the set of an unnamed island, a political prison during the apartheid regime. The Island is an instance in Antigone’s genealogy, when Antigone becomes a figure that performs adaptability, polyglotism, and translatability in different occasions and contexts; a figure ready to speak and mourn for the other. Our translation is an exploration of these intersectional translocations across political contexts, legal orders, history, languages.

Translated by Athina Papanagiotou
Edited by Aliki Theodosiou

 

Το Νησί

Μια συλλογική δημιουργία των
Athol Fugard, John Kani, Winston Ntshona

Μετάφραση: Αθηνά Παπαναγιώτου
Επιμέλεια μετάφρασης: Αλίκη Θεοδοσίου

 

ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ:
Τζον
Ουίνστον
(δύο κρατούμενοι)

 

Το θεατρικό έργο ανέβηκε πρώτη φορά στις 2 Ιουλίου 1973, σε σκηνοθεσία του Athol Fugard, με τον John Kani ως Τζον και τον Winston Ntshona ως Ουίνστον.

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΑ

Κεντρική σκηνή: ένα υπερυψωμένο τμήμα αναπαριστά ένα κελί στο Ρόμπεν Άιλαντ. Κουβέρτες και στρώματα –οι κρατούμενοι κοιμούνται στο πάτωμα– είναι τακτικά διπλωμένα. Σε μια γωνία υπάρχει ένας κουβάς με νερό και δύο μεταλλικές κούπες. 

Ο μακρόσυρτος θρήνος μιας σειρήνας. Τα φώτα της σκηνής ανάβουν και μια τάφρος από σκληρό λευκό φως σχηματίζεται γύρω από το κελί. Οι δύο κρατούμενοι, ο Τζον στα δεξιά και ο Ουίνστον στα αριστερά της σκηνής, παριστάνουν ότι σκάβουν την άμμο. Φορούν τα ρούχα της φυλακής, χακί πουκάμισο και κοντό παντελόνι. Τα κεφάλια τους είναι ξυρισμένα. Είναι μια εικόνα εξοντωτικής και εξωφρενικά μάταιης εργασίας. Καθένας τους γεμίζει εναλλάξ ένα καρότσι και στη συνέχεια με μεγάλη προσπάθεια το σπρώχνει και το αδειάζει στο σημείο όπου ο άλλος άνδρας σκάβει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι σωροί της άμμου να μη μειώνονται ποτέ. Η δουλειά τους δεν έχει τέλος. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι τα μουγκρητά τους καθώς σκάβουν, το τρίξιμο του τροχήλατου καροτσιού καθώς κάνει τον γύρο του κελιού και ο βόμβος του Χούντοσε, της πράσινης σαπροφάγου μύγας.[1]Κυριολεκτικά, «χούντοσε» (“hodoshe”) στη γλώσσα των Κόσα (Xhosa) είναι ένα είδος σαπροφάγου μύγας που εναποθέτει … Continue reading

Ένα σφύριγμα ακούγεται. Σταματούν το σκάψιμο και πλησιάζουν ο ένας τον άλλο, στέκονται δίπλα δίπλα σαν να είναι δεμένοι μεταξύ τους στα χέρια και στους αστραγάλους. Κι άλλο σφύριγμα. Αρχίζουν να τρέχουν… Ο Τζον μουρμουρίζει μια προσευχή, ο Ουίνστον ψελλίζει έναν ρυθμό για το τρίποδο τρέξιμό τους.

Δεν τρέχουν αρκετά γρήγορα. Τρώνε ξύλο… Ο Ουίνστον φέρει ένα σοβαρό τραύμα στο μάτι και ο Τζον στραμπουλάει τον αστράγαλό του. Σε αυτή την κατάσταση φτάνουν τελικά στην πόρτα του κελιού. Οι χειροπέδες και τα δεσμά αφαιρούνται. Αφού τους γίνεται έλεγχος, μπαίνουν τρεκλίζοντας στο κελί. Η πόρτα κλείνει πίσω τους. Και οι δύο άνδρες σωριάζονται στο πάτωμα.

Μια στιγμή απόλυτης εξουθένωσης μέχρι που αργά, επώδυνα, αρχίζουν να περιεργάζονται ο καθένας τα τραύματά του, ο Ουίνστον το μάτι του και ο Τζον τον αστράγαλό του. Ο Ουίνστον βογκάει σιγανά και αυτό τελικά αποτραβά την προσοχή του Τζον από τον αστράγαλό του. Περπατά προς τον Ουίνστον και εξετάζει το τραυματισμένο μάτι. Χρειάζεται προσοχή. Το βογκητό του Ουίνστον σταδιακά μετατρέπεται σε έναν ήχο άναρθρης οργής, αυξανόμενης έντασης και βίας. Ο Τζον ουρεί στο χέρι του και επιχειρεί με αυτό να καθαρίσει το μάτι του άλλου άνδρα, αλλά ο θυμός και η οργή του Ουίνστον είναι πλέον ανεξέλεγκτα. Απομακρύνεται από τον Τζον και περπατά περιμετρικά του κελιού, τυφλός από θυμό και πόνο. Ο Τζον προσπαθεί να τον κατευνάσει. Ο θόρυβος θα μπορούσε να φέρει πίσω τους φύλακες και ακόμα περισσότερους μπελάδες. Ο Ουίνστον τελικά βρίσκει την πόρτα του κελιού, αλλά πριν αρχίσει να τη χτυπά ο Τζον τον απομακρύνει.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [φωνάζοντας]. Χούντοσε!

ΤΖΟΝ. Άσ’ τον, Ουίνστον. Άκουσέ με, φίλε! Αν έρθει τώρα, θα μπλέξουμε χειρότερα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Θέλω τον Χούντοσε. Τον θέλω τώρα! Θέλω να τον πάω στο γραφείο. Πρέπει να διαβάσει την ποινή μου. Καταδικάστηκα σε ισόβια, αδελφέ, όχι σε θάνατο!

ΤΖΟΝ. Σε παρακαλώ, Ουίνστον! Εξαιτίας του τρέχαμε…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Θέλω τον Χούντοσε!

ΤΖΟΝ. Εξαιτίας του τρέχαμε. Είναι χαρούμενος τώρα. Παράτα τον. Ίσως αύριο μας αφήσει να επιστρέψουμε στο νταμάρι….

[Ο Ουίνστον ξαφνικά σιωπά. Για μια στιγμή ο Τζον πιστεύει πως τα λόγια του έπιασαν τόπο, αλλά στη συνέχεια συνειδητοποιεί πως ο άλλος άνδρας κοιτά το αυτί του. Ο Ουίνστον το ακουμπά. Είναι ματωμένο. Ένας ξαφνικός σπασμός φόβου από τον Τζον που βάζει το ένα χέρι στο αυτί του. Τα δάχτυλά του καταλήγουν ματωμένα. Οι δύο άνδρες κοιτούν ο ένας τον άλλο.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Nyana we Sizwe (Γιε της Γης)![2]Για την απόδοση των Afrikaans στα ελληνικά αξιοποιήθηκε το γλωσσάρι από την επίσημη ιστοσελίδα της θεατρικής … Continue reading

[Σε μια αντιστροφή των προηγούμενων ρόλων, τώρα ο Ουίνστον βάζει τον Τζον να ξαπλώσει στο πάτωμα του κελιού, για να εξετάσει το τραυματισμένο αυτί του. Πρέπει να σκουπίσει το αίμα και τον ιδρώτα από τα μάτια του προκειμένου να δει καθαρά. Ο Τζον μορφάζει από τον πόνο. Ο Ουίνστον τον κρατάει στο πάτωμα.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [καταλήγοντας]. Δεν είναι τόσο άσχημα. [Χρησιμοποιώντας την άκρη του πουκαμίσου του καθαρίζει το τραυματισμένο αυτί.]

ΤΖΟΝ [με σφιγμένα δόντια, ενώ ο Ουίνστον φροντίζει το αυτί του]. Στο διάολο, ons was gemoer vandag (μπλέξαμε σήμερα)! [Ένα ισχνό χαμόγελο.] Ενημερωτικό δελτίο και πρόγνωση του καιρού! Η Μαύρη Κυριαρχία καταδιώχτηκε από τη Λευκή Κυριαρχία. Η Μαύρη Κυριαρχία έχασε τα παπούτσια της και έφαγε μερικές ψιλές. Η Μαύρη Κυριαρχία θα πάει ξυπόλητη αύριο στο νταμάρι. Οι συνθήκες τοπικά παραμένουν απαράλλαχτες – θύελλα και πιθανόν ψυχρολουσία και βροχή. Σε άλλα μέρη, όμορφα και ζεστά!

[Ο Ουίνστον έχει πλέον τελειώσει με τη φροντίδα του αυτιού του Τζον και βολεύεται στο πάτωμα δίπλα του. Καθαρίζει τη μύτη, τα αυτιά και τα μάτια του από την άμμο.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Άμμος! Η παλιά καλή άμμος της θάλασσας, που έπαιζα μαζί της όταν ήμουν μικρός. Ακτή Σεντ Τζορτζ. Πρωτοχρονιά. Αμμόλοφοι. Κάστρα από άμμο…

ΤΖΟΝ. Ja (Ναι), κι εμείς πηγαίναμε εκεί. Τα τελευταία… [Παύση και στη συνέχεια ένα σύντομο γέλιο. Κουνά το κεφάλι του.] Τα Χριστούγεννα πριν με συλλάβουν ήμασταν εκεί. Όλοι μας. Θάμνοι κυκλωπίας. Η μικρή Μόντε έπαιζε με την άμμο. Της είχαμε πάρει ένα από αυτά τα μικρά κουβαδάκια με φτυαράκι για τα Χριστούγεννα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ja (Ναι).

ΤΖΟΝ. Τέλος πάντων, ήταν η σειρά του μπαμπάκα σήμερα. [Κουνώντας το κεφάλι του θλιμμένα.] Haai (Πω πω), Ουίνστον, αυτό θα το θυμάμαι. Μα τον θεό! Είμαι άντρας, αδελφέ. Άντρας! Αλλά, αν ο Χούντοσε μας είχε κρατήσει σ’ αυτά τα καροτσάκια πέντε λεπτά ακόμα… θα έβαζα τα κλάματα σαν μωρό παιδί.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ja (Ναι).

ΤΖΟΝ. Δεν υπήρχε τέλος στον ορίζοντα, παρά μόνο το δικό μας!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ακριβώς.

ΤΖΟΝ. Σήμερα το πρωί, όταν είπε, «Εσείς οι δύο! Παραλία!» σκέφτηκα, εντάξει, σειρά μου λοιπόν να αδειάσω τη θάλασσα σε μια τρύπα. Του αρέσει αυτό. Αλλά όταν έδειξε τα καροτσάκια και κατάλαβα την ιδέα του…! [Κουνά το κεφάλι του.] Γέλασα στην αρχή. Στη συνέχεια δεν γελούσα. Στη συνέχεια σε μίσησα. Έδειχνες τόσο ηλίθιος, broer (αδελφέ)!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Αυτό ήθελε.

ΤΖΟΝ. Θα κρατούσε για πάντα, φίλε! Εξαιτίας σου. Και για σένα, εξαιτίας μου. Moer (Γαμώτο)! Είναι πιο έξυπνος απ’ ό,τι πίστευα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Αν ήταν θεός, θα το είχε κάνει.

ΤΖΟΝ. Τι;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Θα μας έσπαγε. Οι άνθρωποι κουράζονται. Ε! Να μια σκέψη. Είμαστε ακόμα ζωντανοί γιατί ο Χούντοσε κουράστηκε.

ΤΖΟΝ. Αύριο;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Θα δούμε.

ΤΖΟΝ. Αν μας ξαναπάει εκεί… Αν ακούσω ξανά αυτό το καροτσάκι… το δικό σου, να έρχεται με ένα ακόμα γαμω-φορτίο… αιωνιότητας!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [σαν να το έχει πάρει απόφαση]. Θα δούμε.

[Παύση. Ο Τζον κοιτά τον Ουίνστον.]

ΤΖΟΝ [με λίγη έμφαση, σαν ο άλλος άνδρας να μην κατάλαβε καλά τη σημασία αυτού που είχε πει]. Σε μίσησα, Ουίνστον.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [συναντώντας το βλέμμα του Τζον]. Κι εγώ εσένα.

[Ο Τζον βάζει το ένα χέρι στον ώμο του Ουίνστον. Η αδελφότητά τους δεν κλονίστηκε. Σηκώνεται αργά.]

ΤΖΟΝ. Πού είναι το lap (πατσαβούρι);

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Κάπου εδώ. Ψάξε.

ΤΖΟΝ. Ε! Εσύ το είχες τελευταίος.

[Κουτσαίνοντας γύρω γύρω στο κελί, ψάχνοντας για την πατσαβούρα.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ε, φίλε! Δεν έχεις σύζυγο εδώ μέσα. Ψάξε για την πατσαβούρα μόνος σου.

ΤΖΟΝ [βρίσκοντας το κουρέλι δίπλα στον κουβά με το νερό]. Κοίτα πού είναι. Κοίτα! Μπαίνει ο Χούντοσε και το βλέπει. «Ποιανού lappie (πατσαβούρα) είναι αυτή;» Τι απαντάς;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. «Δική του πατσαβούρα είναι, κύριε.»

ΤΖΟΝ. Α ναι; Εντάξει. «Δική μου πατσαβούρα είναι, κύριε.» Όταν πλένεσαι, λοιπόν, να χρησιμοποιείς το πουκάμισό σου.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Εντάξει, εντάξει! «Είναι δική μας πατσαβούρα, κύριε!»

ΤΖΟΝ. Ε ρε, τι θα γινόταν τότε!

[Ο Τζον ετοιμάζεται να πλυθεί. Βγάζει το πουκάμισό του. Ο Ουίνστον εμφανίζει ένα αποτσίγαρο, σπίρτα και μια τσακμακόπετρα από την κρυψώνα τους, κάτω από τον κουβά με το νερό. Κάθεται αναπαυτικά για να καπνίσει.]

Γαμώτο, σήμερα η μέρα ήταν μεγάλη. Ε, Ουίνστον, φαντάσου το ρολόι του τύπου πίσω απ’ τη σειρήνα να πήγαινε πίσω! Ακόμα εκεί θα ’μασταν, φίλε! [Βγάζει τρία τέσσερα βρόμικα καρφιά από μια κρυφή τσέπη του παντελονιού του. Τα δίνει στον Ουίνστον.] Έλα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τι;

ΤΖΟΝ. Κολιέ, φίλε. Μαζί με τα άλλα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Κολιέ;

ΤΖΟΝ. Το περιδέραιο της Αντιγόνης.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ω, πάλι μαλακίες, φίλε!

[Κοπανάει τα καρφιά στο πάτωμα του κελιού και συνεχίζει να καπνίζει.]

Έλεος πια με την Αντιγόνη, ρε Τζον!

ΤΖΟΝ. Ε, άσε τώρα τις ανοησίες. Το υποσχέθηκες.

[Περνάει κουτσαίνοντας πάνω από το στρώμα του Ουίνστον και εμφανίζει ένα μισοτελειωμένο κολιέ φτιαγμένο από καρφιά και σπάγκο.] Είναι σχεδόν τελειωμένο. Κοίτα. Τρία δάχτυλα, ένα καρφί… τρία δάχτυλα, ένα καρφί… [Τοποθετεί το περιδέραιο δίπλα στον Ουίνστον που κουνά το κεφάλι του, καπνίζει εκνευρισμένα και παραμιλάει.] Μην ξεκινάς τις βλακείες τώρα, Ουίνστον. Μένουν έξι μέρες ακόμα για τη συναυλία. Έχουμε δεσμευτεί. Υποσχεθήκαμε στα φιλαράκια ότι θα κάνουμε κάτι. Η Αντιγόνη είναι ό,τι πρέπει για μας. Έξι μέρες ακόμα και θα το κάνουμε.

[Συνεχίζει να πλένεται.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Χριστέ μου, Τζον! Ήμασταν στην παραλία σήμερα. Ο Χούντοσε μας έτρεξε για τα καλά. Δεν μπορείς να αφήσεις έναν άνθρωπο…

ΤΖΟΝ. Άντε στο διάολο! Ποιος έτρεχε μαζί σου νομίζεις; Και εγώ κουρασμένος είμαι, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω τώρα. Έλα! Τρία δάχτυλα…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. …ένα καρφί! [Κουνώντας το κεφάλι του.] Haai… haai… haai (Πω πω πω)!

ΤΖΟΝ. Σταμάτα να μουρμουρίζεις και τελείωνε. Γαμώτο, Ουίνστον! Τι σόι ρυθμός είναι αυτός; [Ενώ σταματάει να πλένεται.] Άκου. Άκου! Το κελί 42 εξασκείται στον πολεμικό χορό των Ζουλού. Εκεί κάτω κάνουν πρόβα τα τραγούδια τους. Μόνο σ’ αυτό το κωλο-κελί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Σήμερα θες να το κάνεις, αύριο δεν θα θες να το κάνεις. Τι να πω εγώ στα φιλαράκια αύριο, αν πάμε ξανά στο νταμάρι;

[Ο Ουίνστον είναι ανένδοτος. Καταφέρνει τον Τζον με το πείσμα του, ο οποίος τελικά του πετάει το πατσαβούρι.]

Ορίστε! Πλύσου!

[Ο Τζον φοράει το περιδέραιο και ο Ουίνστον, ενώ συνεχίζει να μουρμουρίζει, ξεκινά να πλένεται.]

Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος για οτιδήποτε αν συνεχίσεις έτσι; Έχουμε ακόμα να μάθουμε τα λόγια, τις κινήσεις. Σκατά! Θα μπορούσε να βγει πολύ καλό, γαμώτο.

[Ο Ουίνστον διαμαρτύρεται μέσα από τα δόντια του όση ώρα μιλάει ο Τζον. Ο Τζον κρατά ψηλά το κολιέ.]

Σχεδόν τελειωμένο! Κοίτα το! Τρία δάχτυλα…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. …ένα καρφί.

ΤΖΟΝ. Ja (Ναι)! Απλό. Θυμάσαι ακόμα όλα όσα σου είπα χτες; Στοίχημα πως τα ξέχασες, γαμώτο. Πώς να συνεχίσω έτσι; Δεν μπορώ να προχωρήσω, φίλε. Πάμε όλη τη γαμω-ιστορία πάλι απ’ την αρχή! Ποια είναι η Αντιγόνη… Ποιος είναι ο Κρέοντας…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Η Αντιγόνη είναι η μητέρα του Πολυνείκη…

ΤΖΟΝ. Haai… haai… haai (Πω πω πω)! Σκατά, Ουίνστον! [Τώρα πραγματικά εξοργισμένος.]

Πόσες φορές πρέπει να σου πω ότι η Αντιγόνη είναι η αδελφή των δύο αδελφών; Όχι η μητέρα. Αυτό είναι άλλο έργο.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Α.

ΤΖΟΝ. Μόνο αυτό ξέρεις να λες, «α»! [Εγκαταλείπει το κολιέ και ψαρεύει μια κιμωλία από το πάτωμα.] Έλα εδώ. Αυτή είναι η τελευταία φορά. Μα τον θεό. Η τελευταία φορά.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ag (Ω), όχι, Τζον.

ΤΖΟΝ. Έλα! Θα σου εξηγήσω την πλοκή για τελευταία φορά! Αν δεν τη μάθεις σήμερα θα σε αναφέρω στου παλιούς αύριο. Και θυμήσου το, αδελφέ, οι παλιοί θα κάνουν τον Χούντοσε με τα κόλπα του να μοιάζει σαν μικρό παιδάκι.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Χριστέ μου! Μάθε να σκάβεις για τον Χούντοσε, μάθε να τρέχεις για τον Χούντοσε, και τι συμβαίνει όταν επιστρέφω στο κελί; Μάθε να μελετάς την Αντιγόνη!

ΤΖΟΝ. Έλα! Και σκάσε! [Τραβά τον απρόθυμο Ουίνστον δίπλα του. Ο Ουίνστον συνεχίζει να πλένεται με το πατσαβούρι, ενώ ο Τζον αναλύει την πλοκή της Αντιγόνης.] Αν σταματούσες να γκρινιάζεις, θα μάθαινες πιο γρήγορα. Άκου τώρα!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Εντάξει, ξεκίνα.

ΤΖΟΝ. Άκου! Είναι η δίκη της Αντιγόνης. Εντάξει;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Για να το λες.

ΤΖΟΝ. Πρώτα ο κατηγορούμενος. Ποιος είναι ο κατηγορούμενος;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Η Αντιγόνη.

ΤΖΟΝ. Καλά, έχεις κάνει μεγάλη πρόοδο. [Γράφοντας στο πάτωμα του κελιού με την κιμωλία.] Στη συνέχεια το κράτος. Ποιος είναι το κράτος;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ο Κρέων.

ΤΖΟΝ. Ο βασιλιάς Κρέων. Ο Κρέων είναι το κράτος. Τώρα… Τι έκανε η Αντιγόνη;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Η Αντιγόνη έθαψε τον αδελφό της τον Ετεοκλή.

ΤΖΟΝ. Όχι, όχι όχι! Σκατά, Ουίνστον, πότε θα το μάθεις αυτό το πράγμα; Σου είπα, ρε φίλε, η Αντιγόνη έθαψε τον Πολυνείκη. Τον προδότη! Αυτόν που σου είπα ότι είναι δικός μας. Εντάξει;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Εντάξει.

ΤΖΟΝ. Σκηνή πρώτη της δίκης. [Γράφοντας στο πάτωμα.] Το κράτος απήγγειλε τις κατηγορίες στην κατηγορούμενη και ο κατάλογος τρέχει… Ξέρεις πώς πάνε αυτά. Η δεύτερη σκηνή είναι η απολογία. Τι δηλώνει η Αντιγόνη; Ένοχη ή αθώα;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Αθώα.

ΤΖΟΝ [προσπαθώντας να είναι διακριτικός]. Κοίτα τώρα, Ουίνστον, δεν θα τσακωθούμε. Μεταξύ μας, εδώ σε αυτό το κελί, ξέρουμε πως είναι αθώα. Αλλά στο έργο δηλώνει ένοχη.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Όχι, ρε φίλε Τζον! Η Αντιγόνη είναι αθώα…

ΤΖΟΝ. Στο έργο…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [χάνοντας την ψυχραιμία του]. Στο διάολο το έργο! Η Αντιγόνη είχε κάθε δικαίωμα να θάψει τον αδελφό της.

ΤΖΟΝ. Μη μου λες εμένα «στο διάολο το έργο». Πρέπει να την κάνουμε τη μαλακία. Και στο έργο η Αντιγόνη δηλώνει ένοχη. Βάλ’ το καλά στο κεφάλι σου. Η Αντιγόνη δηλώνει…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [παραιτείται με αηδία]. Εντάξει, ό,τι πεις εσύ.

ΤΖΟΝ. Δεν το λέω εγώ. Στο έργο…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ένοχη!

ΤΖΟΝ. Ναι, ένοχη!

[Γράφει μανιωδώς στο πάτωμα.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ένοχη.

ΤΖΟΝ. Σκηνή τρίτη, αίτημα μετριασμού της ποινής, Σκηνή τέταρτη, απαγγελία της ποινής, ανακεφαλαίωση από το κράτος και κάτι από σένα… Αποχαιρετιστήριος λόγος. Τώρα μάθε τα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ε;

ΤΖΟΝ. [ενώ σηκώνεται]. Μάθε τα!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Μα μόλις τα ’παμε!

ΤΖΟΝ. Εγώ μόλις τα είπα. Τώρα εσύ πρέπει να τα μάθεις.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [πετώντας με αηδία δίπλα το πατσαβούρι του πλυσίματος, πριν αφοσιωθεί στην εκμάθηση της «πλοκής»]. Μάθε να τρέχεις, μάθε να μελετάς…

ΤΖΟΝ. Και μην πετάς το πατσαβούρι εκεί! [Φέρνοντας πίσω το πατσαβούρι και τοποθετώντας το στη θέση του.] Μη μου βγάζεις την πίστη, φίλε. Κοντεύουμε. Θα είσαι περήφανος γι’ αυτό το πράγμα όταν το κάνουμε.

[Κουτσαίνοντας προς το στρώμα του και εμφανίζοντας ένα μενταγιόν φτιαγμένο από καπάκια τενεκέδων και σπάγκο.] Κοίτα. Ουίνστον, κοίτα! Το μενταγιόν του Κρέοντα. Καλό, ε; [Το κρεμάει γύρω από τον λαιμό του.] Θα τελειώσω το κολιέ όσο εσύ μαθαίνεις την πλοκή.

[Περνά τα εναπομείναντα καρφιά.] Χριστέ μου, Ουίνστον! Ιούνιος 1965.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τι;

ΤΖΟΝ. Αυτό, φίλε. Η Αντιγόνη. Στο Νιου Μπράιτον. Στην αίθουσα Σεντ Στίβεν. Το μέρος ήταν φίσκα, φίλε! Όλοι οι ιθύνοντες. Στην πρώτη σειρά… οι γαλονάτοι. Γαμώτο, μεγάλες στιγμές! Ο Τζόρτζι ήταν ο Κρέων. Τον ξέρεις τον Τζόρτζι;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τον δάσκαλο;

ΤΖΟΝ. Ναι, μπράβο. Αυτός έπαιζε τον Κρέοντα. Έπρεπε να τον έβλεπες, Ουίνστον. Κοντός και χοντρός, με γουρλωτά μάτια, αλλά ώσπου να τελειώσει το έργο ήταν τόσο ψηλός, μέχρι το ταβάνι.

[Τεντώνεται για να μιμηθεί τον Τζόρτζι ως Κρέοντα.]

«Σύμβουλοί μου, τώρα που οι θεοί, μετά από πολλές αναταραχές, εξασφάλισαν γαλήνη για την πόλη μας…» Και ο γερο-Μάλιγκαν! Άλλος ένας κοντοστούπης δάσκαλος. Με γενειάδα! Πήγαινε κοντά στη βασίλισσα… [Κι άλλη μίμηση.] «Μεγαλειοτάτη, προετοιμαστείτε για πένθος, αλλά μην οδύρεστε.»

[Κρατώντας το περιδέραιο στα χέρια του.]

Σχεδόν έτοιμο!

Η Νόμλε έπαιζε την Αντιγόνη. Αυτή, τσογλάνι γυναίκα, αλλά πανέμορφη η πουτάνα. Δεν μπορώ να τη βγάλω από το μυαλό μου σήμερα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [δείχνοντας την «πλοκή»]. Τα έμαθα.

ΤΖΟΝ. Σίγουρα;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Αυτά… είναι εδώ μέσα τώρα! [Σκουντώντας το κεφάλι του.]

ΤΖΟΝ. Δεν μου λες μαλακίες, ε; [Σβήνει την «πλοκή» και πηγαινοέρχεται στο κελί.] Ωραία. Η δίκη της Αντιγόνης. Ποιος είναι ο κατηγορούμενος;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Η Αντιγόνη.

ΤΖΟΝ. Ποιος είναι το κράτος;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ο βασιλιάς Κρέων.

ΤΖΟΝ. Σκηνή πρώτη.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [με υπερβολική αυτοπεποίθηση]. Η Αντιγόνη απαγγέλλει κατηγορίες…

ΤΖΟΝ. ΟΧΙ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ, ΡΕ ΟΥΙΝΣΤΟΝ!!!

[Ο Ουίνστον ρίχνει κάτω τον Τζον και καταπνίγει τις διαμαρτυρίες του, κλείνοντάς του το στόμα με το χέρι του.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Εντάξει, εντάξει. Άκου, Τζον, άκου. Το κράτος απαγγέλλει κατηγορίες σε βάρος της Αντιγόνης.

[Παύση.]

ΤΖΟΝ. Πρόσεχε!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Το κράτος απαγγέλλει κατηγορίες σε βάρος της Αντιγόνης.

ΤΖΟΝ. Σκηνή δεύτερη.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Απολογία.

ΤΖΟΝ. Τι δηλώνει; Ένοχη ή αθώα;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ένοχη.

ΤΖΟΝ. Σκηνή τρίτη.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Αίτημα μετριασμού της ποινής.

ΤΖΟΝ. Σκηνή τέσσερα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ανακεφαλαίωση από το κράτος, απαγγελία της ποινής και αποχαιρετιστήριος λόγος.

ΤΖΟΝ [ιδιαιτέρως ενθουσιασμένος]. Το ’χεις! Αυτός είσαι, αγόρι μου. Είδες πόσο εύκολο είναι, Ουίνστον; Αύριο θα μάθουμε τα λόγια.

[Ο Ουίνστον σηκώνεται. Ο Τζον βάζει στην άκρη τα διάφορα αντικείμενα. Τα στρώματα και οι κουβέρτες είναι απλωμένα. Οι δύο άντρες ετοιμάζονται για ύπνο.]

ΤΖΟΝ. Διάολε, ελπίζω αύριο να πάμε στο νταμάρι. Χρειαζόμαστε ακόμα πολλά πράματα για σκηνικά αντικείμενα και κοστούμια. Η περούκα σου! Τα αγόρια στο κελί 14 είπαν ότι θα προσπαθούσαν να μου καβατζώσουν ένα κομμάτι σχοινί από την προβλήτα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ja (Ναι), ελπίζω κι εγώ να πάμε στο νταμάρι. Θέλω να προσπαθήσω να σπρώξω λίγο καπνό στον Σίφου.

ΤΖΟΝ. Στον Σίφου;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ξαναμπήκε στην απομόνωση.

ΤΖΟΝ. Πάλι!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ja (Ναι).

ΤΖΟΝ. Γαμώ το διάολο!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Μας το ’πε ο Σάιμον.

ΤΖΟΝ. Τι έγινε αυτή τη φορά;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Παραπονέθηκε για το φαγητό, νομίζω. Ζήτησε να δει τον κανονισμό της φυλακής.

ΤΖΟΝ. Γιατί δεν τον αφήνουν στην ησυχία του για λίγο;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Γιατί δεν τους αφήνει και αυτός στην ησυχία τους.

ΤΖΟΝ. Δίκιο έχεις. Χαίρομαι που δεν είμαι στο κελί 22 μαζί του. Ξεκινάει ένας να το παίζει σκληρό καρύδι και όλοι οι υπόλοιποι καταλήγουν στα σκατά.

[Το κρεβάτι του Ουίνστον είναι έτοιμο. Ξαπλώνει.]

Άκουσες τι είπα;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ja (Ναι).

ΤΖΟΝ. Τι;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τι «τι»;

ΤΖΟΝ. Τι είπα;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Haai (Πω), ρε φίλε, Τζόνι! Είμαι κουρασμένος τώρα! Άσε έναν άνθρωπο…

ΤΖΟΝ. Λέω, Μην Γίνεσαι Σκληρό Καρύδι! Εσύ! Όταν ο Χούντοσε ανοίξει αύριο αυτή την πόρτα, πες, Ja, Baas («Μάλιστα, κύριε»), σωστά και καθωσπρέπει. Δεν θέλω να βρεθώ πάλι στη γαμημένη την παραλία αύριο, επειδή εσύ έχεις όρεξη να κάνεις τον καμπόσο.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [βαριεστημένα]. Εντάξει, Τζόνι μου.

ΤΖΟΝ. Δεν είσαι μόνος σου σε αυτό το κελί. Είμαι κι εγώ εδώ.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Έλεος, νομίζεις δεν το ξέρω αυτό!

ΤΖΟΝ. Οι άνθρωποι πρέπει να θυμούνται τις ευθύνες τους απέναντι στους άλλους.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Χαίρομαι πολύ να σε ακούω να το λες αυτό, γιατί μόλις θα σου θύμιζα πως είναι η σειρά σου σήμερα.

ΤΖΟΝ. Τι εννοείς; Χτες δεν ήταν η σειρά μου;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [κουνώντας εμφατικά το κεφάλι του]. Haai haai (Πω πω). Δεν θυμάσαι; Χτες σε πήγα σινεμά.

ΤΖΟΝ. Ε, παρεμπιπτόντως! Πράγματι με πήγες. Και ήταν και γαμώ τις ταινίες. «Το πιο γρήγορο πιστόλι της Δύσης». Γκλεν Φορντ.

[Τραβάει ένα εξάσφαιρο και πυροβολεί κάμποσους κακούς.]

Ωστόσο, μου ’πες και λίγα φούμαρα. Πώς στο διάολο μπορεί ο Γκλεν Φορντ να πυροβολάει ανάποδα μέσα από τα πόδια του; Προσπάθησα να κάνω αυτό το κόλπο στην παραλία.

[Τώρα κάθεται στο στρώμα του. Ύστερα από μια στιγμή περίσκεψης κρατά την άδεια κούπα σαν ακουστικό τηλεφώνου και σχηματίζει έναν αριθμό. Ο Ουίνστον τον παρακολουθεί με απορία.]

Τηλεφωνικό κέντρο, συνδέστε με παρακαλώ με Νιου Μπράιτον… Ναι, Νιου Μπράιτον, Πορτ Ελίζαμπεθ. Το νούμερο είναι 414624… Ναι, το δικό μου είναι τοπικό… τοπικό…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [αναγνωρίζοντας τον αριθμό του τηλεφώνου]. Το μαγαζί!

[Ισιώνει την πλάτη του από τον ενθουσιασμό του ενώ ο Τζον ξεκινά την τηλεφωνική συνομιλία.]

ΤΖΟΝ. Εσύ είσαι, Σκοτ; Έλα, ρε φίλε! Μάντεψε ποιος!… Το βρήκες! Ρεμάλι! Γαμώτο, ρε φίλε Σκοτ… Πώς τα πας; Όχι, ακόμα μέσα. Έλα, πες μου τα νέα, ρε φίλε… Δεν μιλάς! Όχι, δεν μαθαίνουμε τίποτα εδώ… Ούτε λέξη… Τι λες; Η δουλειά πάει άσχημα; Μαλάκα νεκροθάφτη! Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν αρκετά γρήγορα! Όχι, τα πράγματα είναι εντάξει εδώ…

[Ο Ουίνστον, στριφογυρίζοντας με ενθουσιασμό, προσπαθεί ανεπιτυχώς να διακόψει τον χείμαρρο λέξεων και γέλιων του Τζον. Τελικά καταφέρνει να τραβήξει την προσοχή του Τζον.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ποιος άλλος είναι εκεί;

ΤΖΟΝ. Ε, Σκοτ, ποιος είναι εκεί μαζί σου; Όχι ρε συ! Φώναξέ τον στο τηλέφωνο, ρε φίλε…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ποιος είναι;

ΤΖΟΝ [αγνοώντας τον Ουίνστον]. Για ένα λεπτό, Σκοτ. Σε παρακαλώ, ρε φίλε…

[Ο Τζον είναι εκστασιασμένος ενώ μια άλλη φωνή έρχεται στο τηλέφωνο.]

Πού ’σαι, ρε αλάνι! Πώς πάει, φίλε;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ποιος στο διάολο είναι, ρε συ;

ΤΖΟΝ [περνώντας το ακουστικό]. Ο Σκάι!

Ουίνστον δεν μπορεί πια να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του. Σέρνεται από το κρεβάτι του για να φτάσει δίπλα στον Τζον και μπαίνει κι αυτός στο κόλπο με ερωτήσεις και σχόλια που ψιθυρίζει στο αυτί του Τζον. Και οι δύο άντρες το διασκεδάζουν υπερβολικά.]

Πώς πάει με Μάντζι; Πού είναι ο Βούζι; Πώς τα πάνε τα φιλαράκια, Σκάι; Ο Ουίνστον;… Καλά, ρε φίλε. Είναι εδώ δίπλα μου. Όχι, εντάξει, φίλε, εντάξει… Ένα μικρό ατύχημα σήμερα, όταν τα τσούγκρισε με τον Χούντοσε, αλλά μην το κάνουμε και θέμα. Το δεξί του μάτι μπλάβιασε, αυτό είν’ όλο. Ε, ο Ουίνστον ρωτάει τι κάνουν τα μωράκια. [Έντονο γέλιο.] Μαλακισμένο, εραστή! Άσε και τίποτα για μας, ρε φίλε!

[Ο Τζον αντιλαμβάνεται ότι ο Ουίνστον προσπαθεί να τον διακόψει ξανά. Απευθύνεται στον Ουίνστον.]

Εντάξει… εντάξει…

[Ξανά στο τηλέφωνο.] Άκου, Σκάι, ο Ουίνστον λέει, αν έχεις ευκαιρία, πέρνα από την Ντόρα Στριτ, από τη γυναίκα του. Πες στη Β. ο Ουίνστον είναι οκέι, τα πράματα είναι εντάξει. Ο Ουίνστον λέει ότι δεν πρέπει να χάνει το κουράγιο της… δεν έγινε τίποτα… Πες της να προσέχει, όλους και όλα… Ja (Ναι)…

[Η αναφορά στη γυναίκα του ανακόπτει τον ενθουσιασμό και τη χαρά του Ουίνστον. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής κυλά βαρύς πίσω στο κρεβάτι του και ξαπλώνει. Παρόμοια αλλάζει και η διάθεση του Τζον.]

Και κοίτα, Σκάι, δεν είσαι μακριά από την Γκράταν Στριτ. Πέρνα τον δρόμο, ρε φίλε, πήγαινε στο νούμερο 38 και μίλα στην Πρίνσες, τη γυναίκα μου. Πώς τη βγάζει; Ρώτα τη για μένα. Δεν έχω λάβει γράμμα τρεις μήνες τώρα. Γιατί δεν γράφουν; Πες της να γράψει, ρε φίλε. Θέλω να ξέρω πώς είναι τα παιδιά. Η Μόντε πάει ακόμα σχολείο; Πώς είναι το διδυμάκι μου, ο πατέρας και η μητέρα; Η μεγάλη είναι άρρωστη; Δεν πρέπει να φοβούνται να μου πουν. Θέλω να μάθω. Ξέρω είναι μπελάς να κάθονται να γράφουν, αλλά σημαίνει πολλά για εμάς εδώ. Πες της… η σημερινή μέρα ήταν ζόρικη. Κι εδώ τα ίδια τραβάμε από δαύτους. Ήμασταν κάτω στην παραλία. Ο αέρας φυσούσε. Η άμμος έμπαινε στα μάτια μας. Η θάλασσα ήταν άγρια. Δεν μπορούσα να διακρίνω καλά καλά τη στεριά απέναντι. Πες της πως ίσως αύριο πάμε στο νταμάρι. Δεν είναι και τόσο άσχημα εκεί. Θα είμαστε με τους άλλους. Πες της επίσης… αρχίζει να κάνει κρύο τώρα, αλλά τα χειρότερα είναι μπροστά μας.

[Τα φώτα χαμηλώνουν, μέχρι που σβήνουν εντελώς.]

 

ΣΚΗΝΗ ΔΥΟ

Το κελί, μερικές μέρες αργότερα.

Ο Τζον είναι κρυμμένος κάτω από μια κουβέρτα. Ο Ουίνστον προσπαθεί να βάλει την περούκα και τα ψεύτικα στήθη για τον ρόλο της Αντιγόνης.

ΤΖΟΝ. Εντάξει;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [ακόμα απασχολημένος]. Όχι.

ΤΖΟΝ. Εντάξει;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Όχι.

ΤΖΟΝ. Εντάξει;

[Ο Ουίνστον είναι έτοιμος. Περιμένει. Ο Τζον σηκώνει αργά την κουβέρτα και κοιτάει. Δεν μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. Ο Ουίνστον είναι πολύ αστείος. Η έκπληξη του Τζον μετατρέπεται σε γέλιο, το οποίο κλιμακώνεται σταδιακά. Χτυπά τον τοίχο του κελιού.]

Ε, Νόρμαν, Νόρμαν! Έλα από δω λίγο, ρε φίλε. Poes (Ε ρε πούστη)!

[Ο Τζον ξεκινά μια εξτραβαγκάν διακωμώδηση του Ουίνστον ως Αντιγόνη. Κάνει κύκλους γύρω «της» με θαυμασμό, χαϊδεύει τα στήθη της, την πιάνει αγκαζέ και περπατάνε στη Μέιν Στριτ, ενώ ξεκαρδίζεται στα γέλια μεταξύ κάθε «στροφής». Φτάνει στο σημείο να κατεβάσει το παντελόνι του.]

Γρήγορο πιστόλι! Έρχομαι!

[Αυτό το αστείο παραπάει για τον Ουίνστον που έχει υπομείνει όλη την παράσταση με αυξανόμενο αλλά καταπιεσμένο θυμό. Τραβάει την περούκα και τα βυζιά, τα πετάει κάτω στο πάτωμα του κελιού, ορμάει στον κουβά με το νερό και ξεκινά να πλένεται.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τέλος! Δεν το κάνω. Πάρ’ την Αντιγόνη σου και βάλ’ τη στον κώλο σου!

ΤΖΟΝ [προσπαθώντας να ελέγξει τον εαυτό του]. Περίμενε, φίλε. Περίμενε…

[Τον πιάνουν πάλι τα γέλια.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Δεν υπάρχει κάτι να περιμένω, φιλαράκι μου. Δεν το κάνω.

ΤΖΟΝ. Σε παρακαλώ, Ουίνστον!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Μπορείς να γελάς όσο γουστάρεις, φιλαράκι μου, αλλά σου ξεκαθαρίζω ένα πράγμα, δεν κάνω την Αντιγόνη. Και σε περίπτωση που θες να μάθεις γιατί… Είμαι άντρας, όχι μαλακισμένη γυναίκα.

ΤΖΟΝ. Πότε είπα εγώ το αντίθετο;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Με τι γελούσες;

ΤΖΟΝ. Δεν γελάω τώρα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τι κάνεις, κλαις;

[Κι άλλο ξέσπασμα γέλιου από τον Τζον.]

Να τος, πάλι γελάει! Χέσε μας, ρε φίλε, θες να βγω στη σκηνή αύριο βράδυ και να γίνω ρεζίλι; Νομίζεις δεν ξέρω τι θα γίνει μετά από αυτό; Κάθε φορά που θα δουλεύω στο νταμάρι, «Νια-νια, έρχεται η Αντιγόνη! Βοηθήστε την καημένη την κυρία!» Λοιπόν, άντε μου στο διάολο με την Αντιγόνη σου.

ΤΖΟΝ. Δεν γελούσα μαζί σου.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τότε με ποιον γελούσες; Ποιος άλλος εδώ πέρα ήταν ντυμένος γυναίκα και φαινόταν σαν μαλάκας;

ΤΖΟΝ [τώρα καταβάλλοντας έντονη προσπάθεια να ηρεμήσει τον άλλο άνδρα]. Εντάξει, Ουίνστον, εντάξει! Δεν γελάω πια.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Κόψε τις μαλακίες.

ΤΖΟΝ. Κοίτα, Ουίνστον, προσπάθησε να καταλάβεις, φίλε… Αυτό είναι Θέατρο.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Το να σπας πλάκα μαζί μου το λες Θέατρο; Τότε άντε στο διάολο με το Θέατρό σου!

ΤΖΟΝ. Σε παρακαλώ, Ουίνστον, σταμάτα να μιλάς και άκουσέ με.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Όχι! Πήγαινες γυρεύοντας, αδελφέ. Δεν κάνω την Αντιγόνη σου! Προτιμώ να τρέχω όλη μέρα για τον Χούντοσε. Τουλάχιστον ξέρω τι μου γίνεται μαζί του. Αυτός θέλει να με κάνει «αγόρι», όχι γυναικάκι.

ΤΖΟΝ. Εντάξει, εντάξει…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Δεν ακούω κουβέντα…

ΤΖΟΝ [φωνάζοντας πιο δυνατά από αυτόν]. Θα ακούσεις, ρε γαμώτο!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [πετώντας βίαια κάτω την πατσαβούρα]. Εντάξει. Ακούω.

ΤΖΟΝ. Σίγουρα γέλασα. Ja (Ναι), γέλασα. Αλλά να σου πω γιατί γέλασα; Σε προετοιμάζω… για το άγχος σου στη σκηνή! Νομίζεις δεν ξέρω τι κάνω εδώ πέρα; Αυτό είναι πρόβα για να μην τα χάσεις στη σκηνή! Τους ξέρω αυτούς τους μπάσταρδους. Μόλις εμφανιστείς μπροστά τους, σίγουρα θα γελάσουν… «Νια-νια!» Θα γελάσουν. Αλλά να θυμάσαι, αδελφέ, ότι κανείς δεν γελάει για πάντα! Θα ’ρθει η στιγμή που θα σταματήσουν να γελάνε. Εκείνη θα είναι η στιγμή που η Αντιγόνη μας θα τους κερδίσει με τα λόγια της.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ονειρεύεσαι, Τζον. Βάλ’ το καλά στο μυαλό σου, δεν κάνω την Αντιγόνη. Είναι τόσο απλό.

ΤΖΟΝ [συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά ότι ο Ουίνστον χρειάζεται πολύ λεπτό χειρισμό]. Ε, Ουίνστον! Περίμενε, ρε φίλε. Μια μέρα έμεινε! Μας έδωσαν το καλύτερο σημείο στο πρόγραμμα. Θα κλείσουμε την εκδήλωση! Δεν μπορείς να κάνεις πίσω τώρα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Νομίζεις δεν μπορώ; Κάτσε και θα δεις.

ΤΖΟΝ. Ουίνστον! Θες να με βάλεις σε μπελάδες; Αυτό θες;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Εντάξει. Δεν θα κάνω πίσω.

ΤΖΟΝ [χαρούμενος για την εύκολη νίκη του]. Να τος ο φίλος μου!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [σηκώνοντας την περούκα και τα ψεύτικα στήθη και χώνοντάς τα στα χέρια του Τζον]. Ορίστε η Αντιγόνη… Πάρε τα βυζάκια και τα μαλλάκια και παίξε εσύ την Αντιγόνη. Εγώ θα παίξω τον Κρέοντα. Το πιάνεις τι λέω; Πάρε τα βυζάκια σου… Εγώ θα κρατήσω τα αρχίδια μου και θα παίξω τον Κρέοντα. [Γυρίζει την πλάτη του στον εμβρόντητο Τζον, ψαρεύει ένα αποτσίγαρο και σπίρτα κάτω από τον κουβά με το νερό και κάθεται να καπνίσει.]

ΤΖΟΝ [μετά από μια εκκωφαντική σιωπή]. Δεν γίνεται αυτό! Το σκέφτηκα κι εγώ πριν κάτι μέρες. Αλλά είναι πολύ αργά τώρα για να μάθεις τα λόγια του Κρέοντα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [καπνίζοντας]. Λυπάμαι που το λέω, αλλά δυστυχώς έτσι έχουν τα πράγματα. Δεν κάνω την Αντιγόνη.

Τζον τώρα είναι έξω φρενών. Ύστερα από μια παύση ενός λεπτού, φοράει την περούκα και τα ψεύτικα στήθη και έρχεται αντιμέτωπος με τον Ουίνστον.]

ΤΖΟΝ. Κοίτα με. Τώρα γέλα.

[Ο Ουίνστον προσπαθεί, αλλά το γέλιο είναι βεβιασμένο και σύντομα σβήνει.]

Συνέχισε.

[Παύση.]

Συνέχισε να γελάς! Γιατί σταμάτησες; Να σου πω εγώ γιατί;

Γιατί πίσω από όλες αυτές τις αηδίες είμαι εγώ, και το ξέρεις πως είμαι εγώ. Νομίζεις αυτοί οι μπάσταρδοι εκεί έξω δεν θα ξέρουν ότι είσαι εσύ; Ναι, θα γελάσουν. Αλλά ποιος νοιάζεται γι’ αυτό, αφού γελάνε στην αρχή και μετά ακούνε. Αυτό θέλουμε, να ακούσουν!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Δεν με ενδιαφέρει τι λες, Τζον. Δεν κάνω την Αντιγόνη.

ΤΖΟΝ. Ουίνστον, μη μου βγάζεις την πίστη. Το υποσχέθηκες…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Άντε μου στο διάολο, φίλε. Μόλις χτες βράδυ μου είπες ότι η Αντιγόνη είναι ένας γαμημένος… πώς το είπες… μύθος! Ελληνικός για την ακρίβεια. Δεν έχει γίνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Δεν είναι αληθινή ιστορία! Κοίτα, αδελφέ, δεν έχω καιρό γι’ αυτές τις μαλακίες. Γάμα τους μύθους. Εγώ;… Εμένα η ζωή μου είναι εδώ! Ξέρω γιατί είμαι εδώ. Και είναι αληθινή ιστορία, όχι μύθος. Έκανα την κουβεντούλα μου μ’ ένα δικαστή στο Κράντοκ και να με. Η Αντιγόνη σου είναι ένα παραμύθι για παιδιά, φίλε.

ΤΖΟΝ. Ουίνστον! Τώρα μιλάει ο Χούντοσε.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Πάλι μαλακίες λες.

ΤΖΟΝ. Μιλάει ο Χούντοσε, Ουίνστον! Αυτά λέει όλη την ώρα. Αυτά θέλει να λέμε κι εμείς. Ότι οι καταδίκες και τα ιδανικά είναι παραμύθια για παιδιά. Ό,τι κάνουμε είναι «παραμύθι για παιδιά»… Τις προάλλες, όταν τρέχαμε όλη μέρα στον ήλιο και σπρώχναμε τα καρότσια, όταν κλαίμε και όταν χέζουμε… παιδικά παραμύθια! Κοίτα, φίλε, ως εδώ. Κανείς δεν θα με εμποδίσει να κάνω την Αντιγόνη…

[Οι δύο άντρες απομακρύνονται ξαφνικά, κατεβάζουν τα παντελόνια τους και στέκονται μπροστά στον τοίχο με τα χέρια ψηλά. Ο Χούντοσε φωνάζει τον Τζον.]

Μάλιστα, κύριε!

[Στη συνέχεια σηκώνει το παντελόνι του και φεύγει από το κελί. Όταν έχει πια φύγει, ο Ουίνστον μαζεύει το παντελόνι του και ξεκινά να μουρμουρίζει με άγρια ικανοποίηση στη σκέψη πως ο Τζον είναι στα χέρια του Χούντοσε.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ορίστε. Θα τον τακτοποιήσει. Ελπίζω ο Χούντοσε να του δώσει ένα μάθημα. Η Αντιγόνη είναι σημαντική! Η Αντιγόνη αυτό! Η Αντιγόνη εκείνο! Σκατά, φίλε. Κανείς δεν μπορεί να κοιμηθεί σε αυτό το γαμω-κελί με όλες αυτές τις μαλακίες. Πολυνείκης! Ετεοκλής! Ούτε στα διπλανά κελιά. Κανείς δεν βρίσκει λίγη ηρεμία εξαιτίας της γαμημένης της Αντιγόνης! Ελπίζω ο Χούντοσε να του δείξει.

[Βρίσκεται τώρα στην πόρτα του κελιού. Ακούει, στη συνέχεια κινείται προς την περούκα στο πάτωμα και κάνει κύκλους γύρω της. Τελικά τη σηκώνει από το πάτωμα. Πηγαίνει πίσω στην πόρτα του κελιού για να βεβαιωθεί ότι δεν έρχεται κανείς. Ο κουβάς με το νερό του δίνει μια ιδέα. Φορά την περούκα και, αφού δυσκολεύεται λίγο, καταφέρνει να δει την αντανάκλασή του στο νερό. Ένα γερό γέλιο το οποίο σταματάει απότομα. Κινείται γύρω γύρω στο κελί και δοκιμάζει κάποιες πόζες για την Αντιγόνη. Καμία από αυτές δεν λειτουργεί. Νιώθει ηλίθιος. Στο τέλος τραβάει την περούκα και την πετά κάτω με αηδία.]

Ag voetsek (Άι στο διάολο)!

[Τα χέρια στις τσέπες και περπατά στο κελί με άκαμπτη αποφασιστικότητα.]

Δεν θα το κάνω. Και θα του το πω. Όταν έρθει πίσω. Για μια φορά πρέπει να το βουλώσει και να ακούσει. Εμένα! Δεν θα τσακωθώ, αλλά μα τον θεό…!

[Η περούκα στο πάτωμα. Την ποδοπατάει.]

Σκατά, ρε φίλε! Αν θέλει γυναίκα στο κελί, να φωνάξει τη γυναίκα του, και δεν δίνω δεκάρα πώς θα το κάνει. Δεν διαδήλωσα με εκείνους τους άντρες, δεν έκαψα το γαμημένο το βιβλιάριό μου[3]Βιβλιάριο (passbook): Πρόκειται για τα έγγραφα που χρησιμοποιούσαν οι πληθυσμοί για να μετακινούνται μεταξύ των … Continue reading μπροστά από το αστυνομικό τμήμα, δεν με έστειλε εδώ ο δικαστής ισόβια, για να με ντύσει γυναίκα ο Τζον και να σπάνε πλάκα μαζί μου. Θα του το πω. Μόλις περάσει το κατώφλι της πόρτας.

[Ο Τζον επιστρέφει. Ο Ουίνστον είναι τόσο απορροφημένος από το ζήτημα της Αντιγόνης που στην αρχή δεν αντιλαμβάνεται την αμήχανη στάση του Τζον.]

Άκου, αδελφέ, δεν θέλω να σου τη σπάσω, αλλά αυτή η Αντιγόνη! Όχι! Άκουσέ με, Τζον. Μα τον θεό, δεν μπορώ να το κάνω. Ας δοκιμάσουμε κάτι άλλο, να τραγουδήσουμε ας πούμε ή κάτι. Πάντα έχεις ιδέες. Ξέρεις, μπορώ να τραγουδήσω ή να χορέψω. Αλλά όχι την Αντιγόνη. Σε παρακαλώ, Τζον.

ΤΖΟΝ [ήρεμα]. Ουίνστον…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [χωρίς ακόμα να έχει αντιληφθεί την αλλαγή στάσης του άλλου άνδρα]. Ας μην τσακωθούμε, φίλε. Έχουμε ζήσει μαζί σε αυτό το κελί πολύ καιρό τώρα για να καβγαδίζουμε γι’ αυτές τις μαλακίες. Αλλά με ξέρεις. Αν υπάρχει ένα πράγμα που δεν μπορώ να ανεχτώ είναι να γελάνε εις βάρος μου. Αν βγω στη σκηνή αύριο βράδυ και αυτοί οι μπάσταρδοι ξεκινήσουν να με δουλεύουν, θα γαμήσω τον πρώτο που θα πέσει στα χέρια μου. Είδες και μόνος σου τι συνέβη εδώ μέσα όταν ξεκίνησες να γελάς. Ήθελα να σε moer (γαμήσω), Τζον. Δεν αστειεύομαι. Αλήθεια ήθελα να… Ε, με ακούς; [Κοιτώντας αιχμηρά τον Τζον.]

ΤΖΟΝ. Ουίνστον… Έχω κάτι να σου πω.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [προσέχοντας για πρώτη φορά τη στάση του Τζον]. Τι τρέχει; Ο Χούντοσε; Τι έγινε; Μπλέξαμε; Απομόνωση;

ΤΖΟΝ. Την προηγούμενη Τετάρτη έγινε η συζήτηση της έφεσής μου. Η ποινή μειώθηκε. Έχω τρεις μήνες ακόμα.

[Μεγάλη σιωπή. Ο Ουίνστον μένει άναυδος. Τελικά…]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τρεις…

ΤΖΟΝ. …μήνες ακόμα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τρεις…

ΤΖΟΝ. Ja (Ναι). Αυτό είπε ο Πρίνσλου.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τζον!

[Ο Ουίνστον ενθουσιάζεται. Οι άντρες αγκαλιάζονται. Χορεύουν ζίγκα στο κελί. Ο Ουίνστον τελικά απομακρύνεται και χτυπά τους τοίχους του κελιού, για να πει τα νέα στους άλλους κρατούμενους.]

Νόρμαν! Νόρμαν! Ο Τζον… Τρεις μήνες ακόμα. Ja (Ναι). Μόλις του το είπαν…

[Ο ενθουσιασμός του Ουίνστον κάνει τον Τζον νευρικό. Τραβάει τον Ουίνστον μακριά από τον τοίχο.]

ΤΖΟΝ. Χριστέ μου, είμαι τόσο μπερδεμένος, φίλε! Ja (Ναι)… η πόρτα άνοιξε και είδα τον Χούντοσε. Ω θεέ μου, είπα στον εαυτό μου. Μπλέξιμο! Να μαστε πάλι! Όλα εξαιτίας σου και της φασαρίας που έκανες. Πήγαμε κατευθείαν κάτω στον διάδρομο… Προς το κελί 4… Σκέφτηκα, απομόνωση και λιτή δίαιτα! Αλλά στο τέλος, αντί να στρίψουμε δεξιά, στρίψαμε αριστερά, περάσαμε το κεντρικό συγκρότημα και φτάσαμε στο γραφείο του Πρίνσλου.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Του Πρίνσλου!

ΤΖΟΝ. Σου λέω. Ο Πρίνσλου ο ίδιος, φίλε. Σταθήκαμε για λίγο έξω, μετά ο Χούντοσε με έσπρωξε μέσα. Ο Πρίνσλου ήταν πίσω από το γραφείο του, απασχολημένος με κάτι χαρτιά. Τράβηξε ένα και μου είπε: «Είσαι πολύ τυχερός. Οι δικηγόροι σου ασχολήθηκαν με την υπόθεσή σου. Η ποινή μειώθηκε από τα δέκα χρόνια στα τρία».

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ο Χούντοσε τι είπε;

ΤΖΟΝ. Τίποτα. Αλλά δε φάνηκε χαρούμενος.

[Γελούν.]

Και κάτι ακόμα. Ο Χούντοσε με άφησε να γυρίσω εδώ μόνος μου! Δεν με ακολούθησε.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Είσαι ελεύθερος.

ΤΖΟΝ. Haai (Πω πω), Ουίνστον, όχι ακόμα. Τρεις μήνες… Λες να είναι κόλπο;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τι εννοείς;

ΤΖΟΝ. Αυτοί οι μπάσταρδοι θα έκαναν τα πάντα για να σε σπάσουν. Αν δεν τα καταφέρουν με το καρότσι και το νταμάρι, θα δοκιμάσουν κάτι άλλο. Θυμάσαι το τελευταίο επισκεπτήριο με τις γυναίκες μας, όταν στοίχισαν όλους τους άντρες σε μια μεριά; «Κοιτάξτε τες καλά και αποχαιρετήστε τες! Πίσω στα κελιά σας!»

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Είπες ότι είδες τον Πρίνσλου;

ΤΖΟΝ. Τον Πρίνσλου αυτοπροσώπως. Ο μπάσταρδος δεν σηκώθηκε καν όταν μπήκα μέσα. Και παρεμπιπτόντως… έπρεπε να υπογράψω. Ja (Ναι)! Έπρεπε να υπογράψω μια φόρμα για να πω ότι έχω ενημερωθεί επίσημα για το αποτέλεσμα της έφεσής μου… ότι μου μένουν τρεις μήνες ακόμα. Ja (Ναι). Έπρεπε να υπογράψω!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [χωρίς καμία αμφιβολία]. Τρεις μήνες, Τζον. Σίγουρα.

ΤΖΟΝ [χαλαρώνοντας και συνειδητοποιώντας τι έχει συμβεί για πρώτη φορά]. Γαμώτο! Ουίνστον, σε τρεις μήνες θα κλείσουμε τρία χρόνια μαζί σ’ αυτό το κελί. Τρία χρόνια πριν στεκόμουν απέναντι από έναν δικαστή στο Κέρκγουντ – ο μαλάκας ούτε καν με κοίταξε. «Δέκα χρόνια!» Είδα μπροστά στα μάτια μου δέκα χρόνια από τη ζωή μου να χάνονται σαν καπνός από τσιγάρο, ενώ αυτός κουνιόταν νευρικά κι έξυνε τον κώλο του. Εκείνη την ίδια νύχτα με το μεταγωγικό στα κελιά του Ρούιχελ. Τότε συναντηθήκαμε πρώτη φορά!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ja (Ναι). Μόλις είχαμε επιστρέψει από τη δίκη μας στο Κράντοκ.

ΤΖΟΝ. Εσύ, ο Τέμπα…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ο Σίφου…

ΤΖΟΝ. Πω ρε φίλε!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Πρώτη φορά ήρθαμε κοντά ο ένας στον άλλο το επόμενο πρωί στην αυλή, όταν μας στοίχισαν για τα φορτηγά…

ΤΖΟΝ. Και μας πάντρεψαν!

Κλειδώνουν» αριστερό και δεξί χέρι μαζί, παραπέμποντας στις χειροπέδες.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ποιος ήταν ο γέρος… τον θυμάσαι; …στη γωνία δεμένος με χειροπέδες με τον Σίφου;

ΤΖΟΝ. Τον Σίφου;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ja (Ναι), αυτός που ξεκίνησε το τραγούδι.

ΤΖΟΝ [θυμάται]. Ο Πίτερ. Ο Τάτου Πίτερ.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Αυτός!

ΤΖΟΝ. Γαμώτο, ένα ένα μου ’ρχονται, ρε φίλε! Το άνοιγμα των μεγάλων πυλών και οι γυναίκες να τρέχουν δίπλα στα φορτηγά, προσπαθώντας να πουν αντίο… όλοι μας να παλεύουμε για ένα τελευταίο βλέμμα από το παράθυρο.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [κουνώντας το κεφάλι του]. Γαμώτο!

ΤΖΟΝ. Στοίχημα πως έχεις ξεχάσει το τραγούδι που ξεκίνησε ο γέρος, ε;

[Ο Ουίνστον προσπαθεί να θυμηθεί. Ο Τζον ξεκινά να σιγοτραγουδά. Ήταν ένα από τα τραγούδια της Εκστρατείας Ανυπακοής.[4]Αναφέρεται στην Εκστρατεία Πολιτικής Ανυπακοής, την πολιτική κίνηση ενάντια στου νόμους του απαρτχάιντ, η … Continue reading

Ο Ουίνστον τραγουδάει μαζί του.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [κουνώντας το κεφάλι του λυπημένα]. Ωστόσο, όταν φτάσαμε στο Χιούμανσντορπ, κανείς δεν τραγουδούσε.

ΤΖΟΝ. Τι να τραγουδήσει; Εγώ κατουριόμουν. Ε! Είχα το ένα ελεύθερο χέρι μου στα παπάρια μου και κρατιόμουν. Έκανα ένα λάθος φεύγοντας από το Ρούιχελ. Ήπια ένα γαλόνι νερό, γιατί σκεφτόμουν αυτά τα πεντακόσια μίλια που ’χαμε μπροστά μας. Χριστέ μου! Υπήρχε ο κουβάς στη γωνία! Αλλά ήμασταν τόσο στενά στοιβαγμένοι, θυμάσαι, δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε. Προσπάθησα να σε τραβήξω, αλλά δεν γινόταν, γαμώτο. Οπότε κρατιόμουν – Χιούμανσντορπ, Στορμς Ρίβερ, Μπλάουκραντζ… κρατιόμουν. Όμως στο Κνίσνα, γάμησε τα, τα αμόλησα!

[Χειρονομία που υποδεικνύει την απελευθέρωση της κύστης του. Ο Ουίνστον το βρίσκει όλο αυτό απίστευτα αστείο. Το ίδιο κι ο Τζον.]

Μέχρι να φτάσουμε εκεί, κι εσύ τα ’χες κάνει πάνω σου!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Αποκλείεται!

ΤΖΟΝ. Εντάξει, ας πούμε πως ως το Τζορτζ κανείς δεν ήταν στεγνός. Θυμάσαι τη στάση εκεί;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ja (Ναι). Νόμιζα ότι θα μας άφηναν να περπατήσουμε λίγο.

ΤΖΟΝ. Όμως όχι! Ανεφοδιασμός πετρελαίου και δρόμο. Εκείνοι οι ντόπιοι, οι μαύροι κρατούμενοι… όταν φεύγαμε… Θυμάσαι; Έρχονταν στα παράθυρα των κελιών τους και ούρλιαζαν… «Καλή δύναμη, αδέλφια! Κουράγιο!» Μετά από αυτό… Χριστέ μου, ήμουν κουρασμένος. Δεν μας πήρε ο ύπνος όρθιους;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τι εννοείς; Ήταν αδύνατον να πέσεις.

ΤΖΟΝ. Μετά οι αποβάθρες, η βάρκα… Ήταν η πρώτη μου φορά πάνω σε βάρκα. Δεν είχα τίποτα να ξεράσω, αλλά μα τον θεό προσπάθησα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Γιατί, εγώ;

ΤΖΟΝ. Μετά είδαμε αυτό το μέρος για πρώτη φορά. Σχεδόν έμοιαζε όμορφο, ε, με όλη αυτή την αχλή να το τυλίγει.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ήμουν πολύ ανακατεμένος για να παρατηρήσω το οτιδήποτε, broer (αδελφέ).

ΤΖΟΝ. Θυμάσαι τα λόγια σου όταν πηδήξαμε στην προβλήτα;

[Παύση. Οι δύο άντρες κοιτούν ο ένας τον άλλο.]

Βαριά λόγια, Ουίνστον. Κοίταξες τα βουνά που είχαμε αφήσει πίσω μας… «Αντίο, Αφρική!» Ακόμα τα θυμάμαι αυτά τα λόγια. Κι έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Και τώρα, για σένα, μένουν άλλοι τρεις μήνες.

[Παύση. Η διάθεση του αθώου εορτασμού έχει περάσει. Ο Τζον συνειδητοποιεί τι σημαίνουν τα καλά νέα του για τον άλλο άνδρα.]

ΤΖΟΝ. Γάμα το. Πάμε για ύπνο.

[Ο Ουίνστον δεν κινείται. Ο Τζον βρίσκει την περούκα της Αντιγόνης.]

Θα τα πούμε για την Αντιγόνη αύριο.

[Ο Τζον ετοιμάζεται για ύπνο.]

Ε, Ουίνστον! Μόλις σκέφτηκα κάτι. Η οικογένειά μου! Η Πρίνσες και τα παιδιά. Λες να τους το ’χουν πει; Χριστέ μου, φίλε, ίσως και αυτοί να λένε… τρεις μήνες! Αυτοί οι τρεις μήνες θα μου φανούν σαν τρία χρόνια. Ο χρόνος περνά αργά όταν έχεις κάτι… να περιμένεις…

[Παύση. Ο Ουίνστον ακόμα δεν έχει κουνηθεί. Ο Τζον αλλάζει τον τόνο του.]

Κοίτα, θα τους ξεχάσουμε τους τρεις μήνες σ’ αυτό το κελί.

Άλλωστε, η όλη ιστορία είναι κόλπο, κατά πάσα πιθανότητα. Οπότε ας το ξεχάσουμε. Θα πάμε στο νταμάρι αύριο. Μαζί. Έλα, πάμε για ύπνο.

 

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΑ

Το κελί, αργά την ίδια νύχτα. Και οι δύο άντρες είναι στα κρεβάτια τους. Τον Ουίνστον φαίνεται να τον έχει πάρει ο ύπνος. Ο Τζον, όμως, είναι ξύπνιος και στριφογυρίζει νευρικά. Κάποια στιγμή σηκώνεται και πηγαίνει ήσυχα προς τον κουβά να πιει λίγο νερό, στη συνέχεια επιστρέφει στο κρεβάτι. Παρ’ όλα αυτά δεν ξαπλώνει. Τυλίγοντας την κουβέρτα γύρω από τους ώμους του, αρχίζει να σκέφτεται τους τρεις μήνες. Με τα δάχτυλα του ενός χεριού αρχίζει να μετράει τις μέρες. Πίσω του, ο Ουίνστον ανακάθεται και τον παρακολουθεί σιωπηλά για μερικά λεπτά.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [με ένα παράξενο χαμόγελο]. Μετράς!

ΤΖΟΝ [ξαφνιασμένος]. Όπα! Ουίνστον, πήρα μια τρομάρα, ρε φίλε. Νόμιζα πως κοιμάσαι. Τι έγινε; Δεν σε παίρνει ο ύπνος;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [αγνοώντας την ερώτηση, εξακολουθώντας να χαμογελά]. Ξεκίνησες τώρα να μετράς τις μέρες.

ΤΖΟΝ [ανίκανος να αντισταθεί στον πειρασμό να μιλήσει, κινείται προς το κρεβάτι του Ουίνστον]. Ja (Ναι).

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Πόσες;

ΤΖΟΝ. Ενενήντα δύο.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Είδες!

ΤΖΟΝ [ενθουσιασμένος]. Είναι απλό, φίλε. Κοίτα. Είκοσι μέρες έμειναν απ’ αυτόν τον μήνα, τριάντα μέρες ο Ιούνιος, τριάντα μία ο Ιούλιος, έντεκα μέρες ο Αύγουστος… Ενενήντα δύο.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [χαμογελώντας ακόμα, ωστόσο παρακολουθώντας τον Τζον προσεχτικά]. Αύριο;

ΤΖΟΝ. Ενενήντα μία.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Και μεθαύριο;

ΤΖΟΝ. Ενενήντα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Μια μέρα θα είναι ογδόντα!

ΤΖΟΝ. Ja (Ναι)!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Μετά εβδομήντα!

ΤΖΟΝ. Ε, Ουίνστον, ο χρόνος δεν περνάει τόσο γρήγορα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Μετά, μόνο εξήντα μέρες.

ΤΖΟΝ. Αυτό είναι μόνο δυο μήνες στο Νησί.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Πενήντα… σαράντα μέρες στο νταμάρι.

ΤΖΟΝ. Χριστέ μου, Ουίνστον!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τριάντα.

ΤΖΟΝ. Ένας μήνας. Μόνο ένας μήνας ακόμα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Είκοσι… [σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά] Και μετά δέκα… πέντε, τέσσερις, τρεις, δύο… αύριο!

[Ο Τζον δεν αντέχει στην προσδοκία αυτής της στιγμής.]

ΤΖΟΝ. ΟΧΙ! Σε παρακαλώ, ρε Ουίνστον. Πονάει. Άσ’ τους αυτούς τους τρεις μήνες στην ησυχία τους. Πέφτω για ύπνο!

[Πίσω στο κρεβάτι του, όπου κουλουριάζεται αποφασισμένος να κοιμηθεί. Ο Ουίνστον ξαπλώνει ξανά και καρφώνει το βλέμμα του στο ταβάνι. Μετά από μια παύση, μιλά σιγανά.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Δεν θα σε κρατήσουν εδώ περισσότερο από τρεις μήνες. Δυο μήνες μόνο. Μετά αποβάθρα, φέρι μποτ, αποχαιρετάς αυτό το μέρος και πας κατευθείαν στη φυλακή Βίκτορ Βέρστερ στην ηπειρωτική χώρα.

[Ενάντια στη θέλησή του, ο Τζον αρχίζει να ακούει. Τελικά ανακάθεται και παραδίνεται απόλυτα στην περιγραφή του Ουίνστον για τις τελευταίες μέρες της κράτησής του.]

Η ζωή σου θα αλλάξει εκεί. Θα είναι πολύ πιο εύκολο. Γιατί δεν θα πάρεις μαζί σου τον Χούντοσε. Αυτός θα μείνει εδώ μαζί μου, στο Νησί. Θα σε βάλουν να δουλεύεις στους αμπελώνες του Βίκτορ Βέρστερ, Τζον. Δεν υπάρχουν νταμάρια εκεί. Θα τρως σταφύλια, πορτοκάλια… Θα αλλάξουν τη διατροφή σου. Βιταμίνη C και γυμναστική, για να φαίνεσαι καλά όταν σε αποφυλακίσουν. Το βράδυ θα παίζεις παιχνίδια… Γκρινιάρη, ντάμα, φιδάκι! Μια μέρα θα σε φωνάξουν στο γραφείο, με ένα φορτηγό να περιμένει απέξω για να σε πάει πίσω. Τα ίδια πεντακόσια μίλια. Όμως αυτήν τη φορά θα σε αφήσουν να κάτσεις. Δεν θα πρέπει να στέκεσαι όρθιος σε όλη τη διαδρομή, όπως έκανες στον ερχομό. Ούτε χειροπέδες, ούτε τίποτα. Ίσως να κάνουν και στάση στη διαδρομή για κατούρημα. Ναι, σίγουρα θα κάνουν. Ίσως σε πάρει ο ύπνος κάπου. Τελευταίος σταθμός, Πορτ Eλίζαμπεθ. Φυλακή Ρούιχελ ξανά, Τζον! Θα είσαι πολύ κοντά στο σπίτι, φίλε. Το Νιου Μπράιτον είναι δίπλα! Από το παράθυρο του κελιού σου θα βλέπεις ανθρώπους να πηγαίνουν πάνω κάτω στον δρόμο, θα ακούς το βουητό των λεωφορείων. Ένα βράδυ πάλι δεν θα σε παίρνει ο ύπνος. Γιατί θα μετράς. Όχι μέρες, όπως κάνεις τώρα, αλλά ώρες. Και το επόμενο πρωί, εκείνο το όμορφο πρωί, Τζον, θα σε πάνε από το κελί σου κατευθείαν στο Γραφείο Απόλυσης και θα σου δώσουν ένα καινούργιο χακί πουκάμισο, ένα μακρύ χακί παντελόνι και καφέ παπούτσια. Και τα υπάρχοντά σου! Παραλίγο να ξεχάσω τα υπάρχοντά σου.

ΤΖΟΝ. Ε, παρεμπιπτόντως! Φορούσα άσπρο πουκάμισο, μαύρη γραβάτα, γκρι φανελένιο παντελόνι, καφέ παπούτσια Crockett… κάλτσες; [Γελάκι.] Δεν μπορώ να θυμηθώ τις κάλτσες μου! Ένα καρό σακάκι… και το ρολόι μου! Φορούσα το ρολόι μου!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Θα τα ’χουν πακετάρει σ’ ένα δέμα. Θα τα ’χεις κάτω απ’ τη μασχάλη σου όταν οδηγηθείς στην πύλη. Και απέξω, Τζον, έξω από κείνη την πύλη, το Νιου Μπράιτον θα σε περιμένει. Η μάνα σου, ο πατέρας σου, η Πρίνσες και τα παιδιά. Και όταν την ανοίξουν…

[Ξανά, αλλά πιο βίαια αυτήν τη φορά. Ο Τζον διακόπτει αυτήν τη διάθεση, καθώς δεν αντέχει να σκέφτεται τη στιγμή της απελευθέρωσης.]

ΤΖΟΝ. Κόφ’ το, Ουίνστον! Άσ’ τους αυτούς τους τρεις μήνες στην ησυχία τους, για όνομα του Θεού. Θέλω να κοιμηθώ.

[Προσπαθεί να απομακρυνθεί από τον Ουίνστον, αλλά ο τελευταίος τον ακολουθεί. Επιπλέον, ο Ουίνστον έχει εγκαταλείψει το ψεύτικο χαμόγελό του.]

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [Σταματώντας τον Τζον που προσπαθεί να τραβηχτεί μακριά του]. Μα δεν τελείωσε, Τζον!

ΤΖΟΝ. Άσε με ήσυχο!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Δεν τελειώνει εδώ. Οι δικοί σου θα σε πάνε σπίτι. Γκράτεν Στριτ 38, Τζον! Θυμάσαι; Όλοι θα σε περιμένουν… θείες, θείοι, φίλοι, γείτονες. Θα σε βάλουν σε μια καρέκλα, Τζον, σαν βασιλιά, θα σου δώσουν ό,τι επιθυμείς – τούρτες, γλυκά, αναψυκτικά. Και μετά θα ξεκινήσεις να μιλάς. Θα τους πεις γι’ αυτό το μέρος, Τζον, για τον Χούντοσε, για το νταμάρι, και για τον καλό σου φίλο τον Ουίνστον που τον άφησες πίσω. Αλλά ακόμα δεν θα ’σαι ευτυχισμένος. Γιατί θα χρειάζεσαι ένα γαμήσι. Ένα άγριο γαμήσι!

ΤΖΟΝ. Κόφ’ το, Ουίνστον!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [ανελέητα]. Και γι’ αυτό στις δέκα εκείνη τη νύχτα θα ξεγλιστρήσεις από την πίσω πόρτα και θα πας στου Σκάι. Φαντάσου το, φίλε! Όλα τα αγόρια να σε περιμένουν… Ο Τζόρτζι, ο Μάντζι, ο Βουσούμζι. Θα σε φουλάρουν στα ξύδια. Θα σε φροντίσουν. Ξέρουν πώς είναι να είσαι μέσα. Θα σου κάνουν κονέ με μια γυναίκα…

ΤΖΟΝ. ΟΧΙ!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Θα σου φτιάξουν μια άνετη φάση μαζί της και θα σας αφήσουν μόνους. Θα την παρακολουθείς, θα την παρακολουθείς να βγάζει τα ρούχα της, θα βγάλεις κι εσύ το παντελόνι σου και θα την πλησιάσεις, θα τη νιώσεις, νιώσ’ το… Ναι, θα το νιώθεις. Θα είναι υγρό…

ΤΖΟΝ. ΟΥΙΝΣΤΟΝ!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Υγρό poes (μουνάκι), Τζον! Και θα το γαμήσεις άγρια!

[Ο Τζον γυρίζει τελικά να κοιτάξει τον Ουίνστον. Μια μακρά σιωπή όσο οι δύο άνδρες έρχονται αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο. Ο Τζον τρομάζει με αυτό που βλέπει.]

ΤΖΟΝ. Ουίνστον, τι συμβαίνει; Γιατί με τιμωρείς;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [χαμηλόφωνα]. Βρομάς, Τζον. Βρομάς μπίρα, παρέα, poes (μουνί), ελευθερία… Η ελευθερία σου βρομάει, Τζον, και με τρελαίνει.

ΤΖΟΝ. Όχι, Ουίνστον!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ναι! Μην το αρνείσαι. Σε τρεις μήνες τέτοια ώρα θα σκουπίζεις την μπίρα από το πρόσωπό σου, θα ’χεις τα χέρια σου στα παπάρια σου και poes (μουνάκια) θα σε περιμένουν. Θα γελάς, θα πίνεις, θα γαμάς και θα ξεχνάς.

[Οι αρνήσεις του Τζον δεν έχουν καμία επίδραση στον Ουίνστον.]

Σταμάτα τις μαλακίες. Δεν έχουμε χρόνο για τέτοια. Μας μένουν μόνο δύο μήνες. [Παύση.] Ξέρεις πού κατέληξα σήμερα το πρωί, Τζον; Στο νταμάρι. Δίπλα στον γέρο Χάρι. Τον ξέρεις τον γέρο Χάρι, Τζον;

ΤΖΟΝ. Ναι.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ναι τι; Πες, φίλε!

ΤΖΟΝ. Γέρος Χάρι, κελί 23, εβδομήντα χρονών, εκτίει ισόβια!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Δεν μιλάω γι’ αυτό. Όταν πας αύριο στο νταμάρι, ρίξε στον γέρο Χάρι μια καλή ματιά. Κοίτα τα μάτια του, Τζον. Κοίτα τα χέρια του. Τον άλλαξαν. Τον έκαναν πέτρα. Δες τον να δουλεύει με το σκαρπέλο και το σφυρί. Είκοσι τέλεια πέτρινα τούβλα κάθε μέρα. Κανείς δεν μπορεί να το κάνει όπως αυτός. Αγαπά την πέτρα. Γι’ αυτό είναι καλοί μαζί του. Έχει ξεχάσει τον εαυτό του. Έχει ξεχάσει τα πάντα… γιατί είναι εδώ, από πού έρχεται.

Αυτό συμβαίνει και σε μένα. Έχω ξεχάσει γιατί είμαι εδώ.

ΤΖΟΝ. Όχι.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Γιατί είμαι εδώ;

ΤΖΟΝ. Γιατί έπαιξες το κεφάλι σου για άλλους.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Γάμησέ τους τους άλλους.

ΤΖΟΝ. Μην το λες αυτό! Θυμήσου τα ιδανικά μας…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Γάμησέ τα τα ιδανικά μας…

ΤΖΟΝ. Όχι, Ουίνστον… τα συνθήματά μας, η ελευθερία των παιδιών μας…

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Γάμησέ τα τα συνθήματα, γάμα την πολιτική… γάμησέ τα όλα, Τζον. Γιατί είμαι εδώ; Ζηλεύω την ελευθερία σου, Τζον. Ξέρω κι εγώ να μετράω. Και εμένα μου έδωσε ο θεός δέκα δάχτυλα, αλλά τι να μετρήσω; Τη ζωή μου; Πώς να τη μετρήσω, Τζον; Μία… μία… άλλη μία μέρα έρχεται… μία… Βοήθα με, Τζον! Άλλη μία μέρα… μία… μία… Βοήθησέ με, αδελφέ! Μία…

[Ο Τζον έχει βουλιάξει στο πάτωμα, ανήμπορος μπροστά στο μαρτύριο και τον πόνο του άλλου άνδρα. Ο Ουίνστον σχεδόν μοιάζει να λυγίζει κάτω από το βάρος της ζωής όπως ξεδιπλώνεται μπροστά του στο Νησί. Για λίγα δευτερόλεπτα υπομένει σιωπηλά την πραγματικότητά του, μετά σιγά σιγά κάθεται ίσια. Γυρνά και κοιτά τον Τζον. Όταν μιλά ξανά, έχει τη φωνή του άνδρα που έχει έρθει αντιμέτωπος με τη μοίρα του, τρομερά συμπονετικός.]

Nyana we Sizwe (Γιε της Γης)!

[Ο Τζον τον κοιτά.]

Nyana we Sizwe (Γιε της Γης) τέλειωσε τώρα. Τέλειωσε. [Κινείται προς τον Τζον.] Ξέχασέ με…

[Ο Τζον επιχειρεί μια τελευταία, χωλή άρνηση.]

Όχι, Τζον! Ξέχασέ με, γιατί εγώ θα σε ξεχάσω. Ναι, θα σε ξεχάσω. Άλλοι θα έρθουν εδώ μέσα, Τζον, θα μετράνε, θα φεύγουν και θα τους ξεχνώ. Ακόμα περισσότεροι θα έρχονται, θα μετρούν σαν εσένα και θα τους ξεχνώ. Και μετά, μια μέρα, όλα θα τελειώσουν.

[Μια αλλαγή φωτός εισάγει την αλλαγή του χρόνου. Ο Ουίνστον συγκεντρώνει τα αντικείμενά τους για την Αντιγόνη.]

Έλα. Περιμένουν.

ΤΖΟΝ. Ξέρεις τα λόγια σου;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ναι. Έλα, θα αργήσουμε για τη συναυλία.

 

ΣΚΗΝΗ ΤΕΣΣΕΡΑ

Οι δύο άνδρες μετατρέπουν τον χώρο του κελιού τους σε σκηνή για τη συναυλία της φυλακής. Οι κουβέρτες τους κρέμονται προσφέροντας ένα αυτοσχέδιο παραπέτασμα, πίσω από το οποίο ο Ουίνστον εξαφανίζεται με τα σκηνικά αντικείμενά τους. Ο Τζον έρχεται μπροστά και συστήνεται στο κοινό. Δεν φορά ακόμα το κοστούμι του Κρέοντα.

ΤΖΟΝ. Αρχηγέ Πρίνσλου, Χούντοσε, Γουόρντερς… και κύριοι! Δύο αδελφοί από τον Οίκο των Λαβδακιδών βρέθηκαν αντίπαλοι στη μάχη, ο ένας να υπερασπίζεται το κράτος, ο άλλος να του επιτίθεται. Και οι δύο πέθαναν στο πεδίο της μάχης. Ο βασιλιάς Κρέων, ο αρχηγός του κράτους, αποφάσισε ότι αυτός που υπερασπίστηκε το κράτος θα έπρεπε να ταφεί με όλες τις θρησκευτικές τελετές που αρμόζουν σε ευγενή νεκρό. Αλλά ο άλλος, ο προδότης Πολυνείκης, που είχε έρθει από την εξορία με στόχο να κάψει και να καταστρέψει την πάτρια γη, να πιει το αίμα των αφεντών, δεν θα λάμβανε τάφο, δεν θα λάμβανε πένθος. Θα κείτονταν στους ανοιχτούς αγρούς να σαπίσει, ή στην καλύτερη περίπτωση να γίνει τροφή για τα τσακάλια. Αυτά όριζε ο νόμος. Όμως η Αντιγόνη, η αδελφή τους, αψήφησε τον νόμο και έθαψε το σώμα του αδελφού της Πολυνείκη. Την κατάλαβαν και τη συνέλαβαν. Γι’ αυτό σήμερα το βράδυ το κελί 42 της πτέρυγας του Χούντοσε παρουσιάζει για την ψυχαγωγία σας τη «Δίκη και Τιμωρία της Αντιγόνης».

[Εξαφανίζεται πίσω από τις κουβέρτες. Κάνουν τον ήχο της τρομπέτας. Οι κουβέρτες ανοίγουν στο ύψος του και βγαίνει έξω ως Κρέοντας. Εκτός από το μενταγιόν του, διαθέτει κάποιου είδους κορόνα και μια κουβέρτα ριγμένη στους ώμους του σαν χιτώνα.]

Πολίτες μου! Ο Κρέων στέκεται μπροστά από το παλάτι του και σας χαιρετά! Σταματήστε! Σταματήστε! Τι είναι αυτό που ακούω; Εσύ, ενάρετε άνδρα, μίλα πιο δυνατά. Άκουσα «Χαίρε ο Βασιλιάς»; Καλοί μου πολίτες, εγώ είμαι ο υπηρέτης σας. Χαρούμενος, αλλά πάντα υπηρέτης σας. Πόσες φορές πρέπει να σας ζητήσω, να σας εκλιπαρήσω, να δείτε τα σύμβολα αυτού του αξιώματος ως τίποτα περισσότερο, ή λιγότερο, από τη στολή του πιο ταπεινού υπηρετικού προσωπικού του σπιτιού σας; Η κορώνα του Κρέοντα είναι αυτό και μόνο, και ελπίζω το ίδιο καθαρή με την ποδιά που φορά η γκουβερνάντα. Και όπως η γκουβερνάντα χαμογελά και είναι η χαρούμενη υπηρέτριά σας, καθώς βλέπει το καθήκον της –το παιδί σας!– να γίνεται τροφαντό στη μικρή κούνια, έτσι και ο Κρέων –ο υπάκουος υπηρέτης σας!– στέκεται εδώ και χαμογελά. Γιατί τι βλέπει; Ευζωία και ευτυχία! Πώς αλλιώς μετρά κάποιος την επιτυχία ενός κράτους; Από την πολυτέλεια των παλατιών που χτίζονται για τον βασιλιά και τους πρίγκιπες; Από τη μεγαλοπρέπεια των ναών που ανεγείρονται για τους θεούς; Από τα επιτεύγματα των επιστημόνων και των τεχνιτών που μπορούν πια να στείλουν πυραύλους στο φεγγάρι; Όχι! Δεν μετριέται με τίποτα άλλο παρά με την ευζωία και την ευτυχία των πολιτών του.

Αλλά έχετε αναρωτηθεί ποτέ ποιος έχει την ευθύνη να διατηρεί την παχυλότητα και την ευτυχία; Η απάντηση είναι απλή, δεν είναι; Ο υπηρέτης σας ο βασιλιάς! Μήπως έχετε πάει ποτέ ένα βήμα παραπέρα να διερωτηθείτε τι χρειάζεται ο βασιλιάς για να διατηρήσει αυτή την ευτυχή κατάσταση πραγμάτων; Ποια άλλα είναι τα εργαλεία του βασιλιά, πέρα από την ηλίθια κορόνα του, για να κατασκευάσει την ευτυχία των πολιτών του; Η απάντηση είναι επίσης απλή, καλοί μου πολίτες. Ο νόμος! Ναι. Ο νόμος. Μια λέξη πέντε γραμμάτων, και πόσες φορές δεν την έχετε αβίαστα χρησιμοποιήσει, χωρίς να προβληματιστείτε για το «τι είναι τελικά ο νόμος;» Ή αν έχετε προβληματιστεί, τότε προσφεύγετε σε κοινοτοπίες όπως «ο νόμος λέει αυτό» ή «ο νόμος λέει εκείνο». Ο νόμος δεν διακηρύττει ούτε υποστηρίζει τίποτα, καλοί μου πολίτες. Ο νόμος υπερασπίζεται! Ο νόμος δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την ασπίδα στο χέρι του αφοσιωμένου σας υπηρέτη, για να υπερασπίζεται ΕΣΑΣ! Αλλά όπως η ασπίδα στο ένα χέρι δεν θα μπορούσε να υπερασπιστεί χωρίς σπαθί στο άλλο, να καταφέρει χτυπήματα, το ίδιο και ο νόμος έχει την αιχμή του. Την τιμωρία! Έχουμε βγει από δύσκολους καιρούς. Είμαι σίγουρος πως είναι αχρείαστο να σας θυμίσω τις διαρκείς αναταραχές στα σύνορά μας… τους ελεεινούς αρουραίους που θα ροκάνιζαν όλη την παχυλότητα και την ευτυχία μας. Έχουμε υπάρξει επιμελείς στην αντιμετώπισή τους. Ωστόσο, δυστυχώς υπάρχουν ακόμα ιδιαιτέρως ανατρεπτικά στοιχεία. Υπάρχουν ακόμα ανάμεσά μας κάποιοι αρουραίοι που δεν είναι ικανοποιημένοι και σε αυτούς οφείλω να δείξω αυτό το πρόσωπο του Κρέοντα… τόσο διαφορετικό από εκείνο που χαιρετά τους χαρούμενους πολίτες μου! Με βαριά καρδιά, και θα καταλάβετε γιατί πολύ σύντομα, πρέπει να σας ανακοινώσω ότι οφείλουμε να συλλάβουμε άλλον έναν. Γι’ αυτό χρειάστηκε να σας συγκεντρώσω εδώ. Αυτό που θα ακολουθήσει ας αποτελέσει ένα ζωντανό μάθημα για όσους από εσάς είναι τόσο αποπροσανατολισμένοι που τρέφουν ακόμα συμπάθεια για τους αρουραίους! Η ασπίδα έκανε το χρέος της. Τώρα το ξίφος πρέπει να καταφέρει χτύπημα!

Φέρτε μέσα την κατηγορούμενη.

[Ο Ουίνστον ντυμένος Αντιγόνη εισέρχεται. Φορά την περούκα, το κολιέ με τα καρφιά και μια κουβέρτα γύρω από τη μέση του σαν φούστα.]

Το όνομά σου!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Αντιγόνη, κόρη του Οιδίποδα, αδελφή του Ετεοκλή και του Πολυνείκη.

ΤΖΟΝ. Κατηγορείσαι πως, παραβιάζοντας τον νόμο, έθαψες το σώμα του προδότη Πολυνείκη.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Έθαψα το σώμα του αδελφού μου Πολυνείκη.

ΤΖΟΝ. Γνώριζες πως υπήρχε νόμος που το απαγόρευε αυτό;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ναι.

ΤΖΟΝ. Και παρ’ όλα αυτά τον παραβίασες.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ναι.

ΤΖΟΝ. Γνώριζες τις συνέπειες αυτής της απείθειας;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ναι.

ΤΖΟΝ. Τι δηλώνεις για τις κατηγορίες που απαγγέλθηκαν εναντίον σου; Αθώα ή ένοχη;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ένοχη.

ΤΖΟΝ. Αντιγόνη, έχεις δηλώσει ένοχη. Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να επικαλεστείς ως ελαφρυντικό; Αυτή είναι η τελευταία σου ευκαιρία. Μίλα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ποιος έφτιαξε τον νόμο που απαγόρευσε την ταφή του αδελφού μου;

ΤΖΟΝ. Το κράτος.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ποιος είναι το κράτος;

ΤΖΟΝ. Ως βασιλιάς είμαι το δηλωτικό του σύμβολο.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Άρα εσύ έφτιαξες τον νόμο.

ΤΖΟΝ. Ναι, για το κράτος.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Είσαι θεός;

ΤΖΟΝ. Πρόσεχε τα λόγια σου, κοριτσάκι!

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Είπες ότι είναι η ευκαιρία μου να μιλήσω.

ΤΖΟΝ. Αλλά όχι να χλευάσεις.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Δεν έχω χρόνο να χαραμίσω σε τέτοια. Η κρίση σου για τη ζωή μου κρέμεται από τα χείλη σου.

ΤΖΟΝ. Τότε μίλα.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Όταν ο Πολυνείκης πέθανε στη μάχη, ό,τι έμεινε ήταν το άδειο κουφάρι από το σώμα του. Δεν μπορούσε να βλάψει ούτε να βοηθήσει κανέναν πια. Ό,τι απέμεινε στο πεδίο της μάχης, περιμένοντας τον Χούντοσε για να σαπίσει, ανήκε στον θεό. Εσύ είσαι απλώς ένας άνθρωπος, Κρέοντα. Και ενώ υπάρχουν νόμοι φτιαγμένοι από ανθρώπους, υπάρχουν και άλλοι που προέρχονται από τον θεό. Αυτός παρακολουθεί την ψυχή μου για κάθε παραβίαση, ακόμα και την ώρα που οι κατάσκοποί σου κρύβονται τη νύχτα στους θάμνους παρατηρώντας ποιος παραβιάζει τους δικούς σου νόμους. Ένοχη απέναντι στον θεό δεν θα γίνω για κανέναν σε αυτήν τη γη. Ακόμα και χωρίς τον νόμο σου, Κρέοντα, και την απειλή του θανάτου προς όποιον τον αψηφά, γνωρίζω ότι πρέπει να πεθάνω. Εξαιτίας του νόμου σου και της απείθειάς μου, η μοίρα αυτή είναι τώρα πολύ κοντά. Ακόμα καλύτερα. Η απειλή σου δεν μου είναι τίποτα, Κρέοντα. Αλλά αν είχα αφήσει τον γιο της μάνας μου, έναν Γιο της Γης, να κείται εκεί, τροφή για τη σαπροφάγο μύγα, τον Χούντοσε, η ψυχή μου δεν θα έβρισκε ποτέ γαλήνη. Καταλαβαίνεις τίποτα από αυτά που λέω, Κρέοντα;

ΤΖΟΝ. Τα λόγια σου αποκαλύπτουν μόνο το πείσμα του πνεύματος που δεν έφερε παρά τραγωδία στους ανθρώπους σου. Πρώτα παραβιάζεις τον νόμο. Τώρα προσβάλλεις το κράτος.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Επειδή απλώς σου ζήτησα να θυμάσαι πως είσαι άνθρωπος;

ΤΖΟΝ. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κομπάζεις για τα κατορθώματά σου! Όχι, Αντιγόνη, δεν θα μείνεις ατιμώρητη. Αν ήσουν δικό μου παιδί, δεν θα γλίτωνες την απόλυτη τιμωρία.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Την απόλυτη τιμωρία; Θέλεις να κάνεις κάτι περισσότερο από το να με σκοτώσεις;

ΤΖΟΝ. Αυτό επιθυμώ.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Τότε ας μη χάνουμε χρόνο. Πάψε να μιλάς. Έθαψα τον αδελφό μου. Αυτό είναι αξιοσέβαστο πράγμα, Κρέοντα. Όλοι οι πολίτες σου θα συμφωνούσαν, αν ο φόβος για σένα και τον νόμο σου δεν τους σφράγιζε το στόμα.

ΤΖΟΝ. Κάνεις λάθος. Κανένας από τους πολίτες μου δεν σκέφτεται όπως εσύ.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ναι, σκέφτονται, αλλά κανείς δεν τολμά να σ’ το πει. Δεν θα αναπαυθείς εν ειρήνη, Κρέοντα.

ΤΖΟΝ. Προσθέτεις ξεδιαντροπιά στα εγκλήματά σου, Αντιγόνη.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Δεν αισθάνομαι καμία ντροπή που τίμησα τον αδελφό μου.

ΤΖΟΝ. Εκείνος που πέθανε μαζί του δεν ήταν επίσης αδελφός σου;

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Ναι, ήταν.

ΤΖΟΝ. Άρα τίμησες τον έναν και πρόσβαλες τον άλλο.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Μοιράστηκα την αγάπη, όχι το μίσος μου.

ΤΖΟΝ. Πήγαινε τότε και μοιράσου την αγάπη σου με τους νεκρούς. Δεν θα ανεχτώ εδώ αρουραίους που ροκανίζουν τον νόμο, για όσο ακόμα ζω.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ. Χάνουμε χρόνο, Κρέοντα. Πάψε να μιλάς. Τα λόγια σου προδίδουν τους σκοπούς σου. Επιμηκύνουν τη ζωή μου.

ΤΖΟΝ [απευθυνόμενος πάλι στο κοινό]. Ακούσατε όλα τα σχετικά γεγονότα. Είναι περιττό πια να καλέσω τους μάρτυρες του κράτους που θα κατέθεταν, πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία, ότι η κατηγορούμενη είναι ένοχη. Άλλωστε, για τον ίδιο λόγο, είναι προς το συμφέρον του κράτους να διατηρήσουμε την ανωνυμία τους. Υπήρξε ένας νόμος. Ο νόμος παραβιάστηκε. Ο νόμος όριζε μια ποινή. Τα χέρια μου είναι δεμένα.

Πάρτε την από εκεί που στέκεται, κατευθείαν στο Νησί! Εκεί χτίστε τη σε ένα κελί ισόβια, με αρκετή τροφή ώστε να απαλλάξετε τους εαυτούς σας από το μίασμα του αίματός της.

ΟΥΙΝΣΤΟΝ [στο κοινό]. Αδελφοί και Αδελφές της Γης! Φεύγω τώρα για το τελευταίο μου ταξίδι. Πρέπει να αφήσω για πάντα το φως της μέρας για το Νησί, παράξενο και κρύο, να χαθώ μεταξύ ζωής και θανάτου. Ώστε, στον τάφο μου, στην αιώνια φυλακή μου, να καταδικαστώ ζωντανή σε μοναχικό θάνατο.

[Βγάζει την περούκα του και έρχεται αντιμέτωπος με το κοινό ως Ουίνστον, όχι ως Αντιγόνη.]

Θεοί των Πατεράδων μας! Γη μου! Σπίτι μου!

Ο χρόνος δεν περιμένει πια. Οδεύω τώρα στον ζωντανό μου θάνατο, γιατί τίμησα αυτά τα πράγματα στα οποία αρμόζει η τιμή.

[Οι δύο άνδρες βγάζουν τα κοστούμια τους και ξεστήνουν το «σκηνικό» τους. Στη συνέχεια έρχονται κοντά και, όπως και στην αρχή, ενώνουν τα χέρια τους, σαν να φορούσαν χειροπέδες, και τα πόδια τους, σαν να είχαν αλυσίδες στους αστραγάλους. Αρχίζουν να τρέχουν… Ο Τζον μουρμουρίζει μια προσευχή και ο Ουίνστον έναν ρυθμό για το τρίποδο τρέξιμό τους.

Οι σειρήνες ηχούν διαπεραστικά.

Τα φώτα χαμηλώνουν, μέχρι που σβήνουν εντελώς.]

footnotes

footnotes
1 Κυριολεκτικά, «χούντοσε» (“hodoshe”) στη γλώσσα των Κόσα (Xhosa) είναι ένα είδος σαπροφάγου μύγας που εναποθέτει τα αβγά της σε πτώματα. Στο θεατρικό έργο η φιγούρα του Χούντοσε αντιπροσωπεύει τον φύλακα-βασανιστή και μεταφορικά το αυταρχικό καθεστώς του απαρτχάιντ. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, ο Χούντοσε δεν εμφανίζεται στη σκηνή, ωστόσο έχει μια διαρκή ηχητική παρουσία ως η σειρήνα της φυλακής. Στα ελληνικά επιλέχθηκε η απόδοση «Χούντοσε» ως πλησιέστερη ηχητικά στον αντίστοιχο όρο του πρωτοτύπου. [ΣτΜ]
2 Για την απόδοση των Afrikaans στα ελληνικά αξιοποιήθηκε το γλωσσάρι από την επίσημη ιστοσελίδα της θεατρικής ομάδας του Athol Fugard: http://www.iainfisher.com/fugard/fugard-glossary.html#N [ΣτΜ]
3 Βιβλιάριο (passbook): Πρόκειται για τα έγγραφα που χρησιμοποιούσαν οι πληθυσμοί για να μετακινούνται μεταξύ των διακριτών περιοχών, σύμφωνα με τους νόμους του απαρτχάιντ. [ΣτΜ]
4 Αναφέρεται στην Εκστρατεία Πολιτικής Ανυπακοής, την πολιτική κίνηση ενάντια στου νόμους του απαρτχάιντ, η οποία οργανώθηκε το 1951 στη Νότια Αφρική από το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο (ANC). [ΣτΜ]