Antígona y Actriz by Carlos Satizábal in Greek

Antígona y Actriz by Carlos Satizábal in Greek

Φωτογραφία της Diana Rey από παράσταση
του έργου Antígonas Tribunal de Mujeres του Carlos Satizábal
Source: semana.com

 

Αντιγόνη και Ηθοποιός

του Carlos Eduardo Satizábal

Μετάφραση: Μάριος Χατζηπροκοπίου
Επιμέλεια μετάφρασης: Άλκηστη Ευθυμίου

 

Στη σκηνή μόνο ένα γυμνό δέντρο.

 

1. Είσοδος. H βαλίτσα και η ηθοποιός.

Μακριά, πίσω από το κοινό, ακούγεται μια φωνή γυναίκας που πλησιάζει τραγουδώντας ένα παλιό corrido.

Φωνή Γυναίκας (off):

Χώμα που με γέννησες πόσο μακριά έχω φύγει
νοσταλγία απέραντη τα σπλάχνα μου τυλίγει
Δείτε με φτωχή και μόνη σαν φτερό στον άνεμο
μου ’ρχεται να κλάψω, μου ’ρχεται να σβήσω απ’ τον καημό

Qué lejos estoy del suelo donde he nacido,
inmensa nostalgia invade mi pensamiento,
y al verme tan sola y triste cual hoja al viento,
quisiera llorar, quisiera morir de sentimiento.

Nakajika yori nuñu nuni ka kuri
cuachatin do ni ja kun teiniri
jan dao io maturi nu andisotachi
kundiri mdairi kuniri kuri jatunina ka niniri

Η γυναίκα μπαίνει στη σκηνή. Σέρνει μια βαλίτσα με μεταλλικές ρόδες που κάνουν θόρυβο. Με ένα μακρύ και βροντερό ραβδί χτυπάει το πάτωμα. Πού και πού κοντοστέκεται. Γυρνάει και κοιτάζει πίσω της, σαν κάτι ή κάποιος επικίνδυνο(ς) να την ακολουθούσε, (θα έχει συνεχώς αυτή την αίσθηση απειλής, σε όλη τη διάρκεια του έργου). Εν τέλει φτάνει στο κέντρο της σκηνής. Κοιτάει το γυμνό δέντρο, αφήνει το βαρύ φορτίο της και χαλαρώνει το κορμί της. Παρατηρεί το μέρος. Πηγαίνει ως το δέντρο, το ταρακουνάει, πέφτουν δυο ή τρία φύλλα. Μαζεύει ένα, το μυρίζει, το δαγκώνει.

Η γυναίκα φοράει στο κεφάλι μια πολύ μακριά περούκα από σπάγκο ή λινάτσα. Το σώμα της είναι πολύ βαρύ, μοιάζει με σώμα ηλικιωμένης γυναίκας, κουρασμένης από το να σέρνει εδώ και χρόνια ένα δυσβάσταχτο φορτίο. Το κορμί της συσπάται ξανά, σαν να άκουσε κάτι. Κοιτάζει απέξω, από όπου ήρθε. Τρέχει μέχρι εκεί. Δεν είναι τίποτα. Επιστρέφει στο κέντρο του σκηνικού, κοιτάει το δέντρο, φτύνει το φύλλο που μασούσε, ανοίγει τη βαλίτσα και αρχίζει να βγάζει τα πράγματά της. Κοιτάει το κοινό. Του μιλά.

Γυναίκα:

Τώρα πρέπει να φέρω πολλές βόλτες για να φτάσω στο ίδιο σημείο. Το ξέρετε. Γίνεται όλο και χειρότερο. Μα είμαι εδώ και, όπως πάντα, φέρνω τα κοχύλια μου και τον καπνό ώστε να ανοίξω τον δρόμο γι’ αυτό που θέλω να σας ρωτήσω. Και όσο πλησιάζει η ώρα των ερωτήσεων, σας φέρνω τις ιστορίες ενός ελληνικού μύθου: την Αντιγόνη, την Ιοκάστη, τον Οιδίποδα, τον Πολυνείκη. Έναν πόλεμο. Έναν άλλον πόλεμο.

 

(Κοιτάζει ανάμεσα στο κοινό.) Αν είσαι εκεί αδελφούλη, αυτή η ιστορία είναι για σένα. Αυτό που τριγυρνάς εδώ κι εκεί, χωμένος σε… δεν ξέρω τι… μμμμ. (Σταυροκοπιέται, ψέλνει μια προσευχή ενώ βγάζει τα πράγματά της από τη βαλίτσα):

 

Los hombres no se mueren, se matan solos,
Los hombres solo quieren, morirse todos.
Piensan solo en la Guerra, y pa’ lo que sirve,
Se largan de esta tierra sin despedirse.
Qué dolor ay la Guerra me dá.
Qué dolor qué tristeza mortal.

 

Οι άντρες δεν πεθαίνουν, σφάζονται μόνοι,
Οι άντρες θέλουν μόνο, να σφαχτούν όλοι.
Μόνη τους σκέψη η μάχη, τι να το κάνεις,
Φεύγουν από τον κόσμο, δίχως αντίο.
Αχ πώς με σφάζει ο πόλεμος.
Αχ πώς με σφάζει ο θανάσιμος καημός.

Τραγουδάει και μιλάει και σιγά-σιγά φτιάχνει έναν μικρό βωμό σε μια πλευρά της σκηνής. Η βαλίτσα της έχει μείνει στο κέντρο. Κατόπιν βγάζει το βαρύ γεροντικό της πανωφόρι και τη μακριά περούκα της. Καθαρίζει το βρόμικό της πρόσωπο. Είναι μια νέα κοπέλα. Πού και πού κοντοστέκεται και αισθάνεται ή προαισθάνεται τον κίνδυνο ή την απειλητική παρουσία που την ακολουθεί. Κοιτάζει πίσω της. Τίποτε δεν υπάρχει, ακόμη. Το σώμα της βγαίνει ανά στιγμές εκτός εαυτού και η φωνή της παραληρεί με κείμενα ή φράσεις άλλων χαρακτήρων ή μουρμουρίζει τραγούδια. Ύστερα έρχεται στα σύγκαλά της, και συνεχίζει να προετοιμάζει τη σκηνή και να μεταμορφώνεται στον αρχικό της χαρακτήρα.

Τους έλεγα, εκεί έξω κάθε μέρα είναι πιο επικίνδυνη από την προηγούμενη. (Φωνή και χειρονομία στρατιωτικού στη σκοπιά): «Αλτ. Δεν περνάς. Όνομα. Από πού έρχεσαι. Πού πας. Μεταβολή. Τι κουβαλάς εκεί» … (Βγάζει από τη βαλίτσα ένα βαρύ μπόγο από πολύχρωμο ύφασμα, τον πετάει στο δάπεδο, ακούγονται πέτρες.) Πέτρες, για να με θάψεις.  (Απαντάει στον εαυτό της. Γελάει.) Κάλλιο να μην πιστεύουν ότι είσαι αυτή που είσαι. Και ξάφνου σε μπερδεύουν με άλλη. Και χρατς. (Ακουμπά ελαφρά το γρήγορο χέρι της στο λαιμό.) Και ποιος ξέρει μετά. Όλοι το σκαν, κανείς δεν θα ρωτήσει. Εδώ δεν απομένουν σε κανέναν συγγενείς. Σε μένα ο αδελφούλης μου μονάχα. Πέρα εκεί, στα βουνά. Μπορεί. Ή κατακεί. Εμμμμμ… Ποιος ξέρει. (Βγάζει μια φωτογραφία, τη δείχνει.) Δείτε τον. (Φιλάει τη φωτογραφία και την ξαναβάζει μέσα. Φοράει ένα μακρύ πέπλο στο κεφάλι και ολοκληρώνει την ενδυμασία της ως Αντιγόνη.)

Η Αντιγόνη τραγουδάει και πλένει και σκεπάζει με σκόνη το σώμα του αδερφού της. Μουρμουρίζει παραλλαγές του dies irae. Παίρνει από τη βαλίτσα δύο μικρούς αμφορείς και πηγαίνει στην απέναντι πλευρά της σκηνής, εκεί που η ηθοποιός ύψωσε τον βωμό της. Μουρμουρίζει το άσμα της και χορεύει και προσφέρει στις έξι κατευθύνσεις τις χοές της. Πίνει από τον έναν αμφορέα το νερό που εξάγνισε με το άσμα της. Ύστερα πλένει με το νερό το δάπεδο και τις πληγές του αδερφού της. Παίρνει τελετουργική σκόνη από τον άλλο αμφορέα, σηκώνεται και την σκορπάει χορεύοντας γύρω από το σώμα του αδερφού. Μια ή δυο φορές, εν μέσω του χορού, σφίγγει τη θηλιά του πέπλου που έχει τυλίξει γύρω από το λαιμό της και κάνει πως στραγγαλίζεται. Ξάφνου παγώνει τον χορό της και λουφάζει. Κοιτάζει τρομαγμένη. Ρίχνει το ύστατο βλέμμα ευλογίας στα ίχνη από τη σκόνη που σκόρπισε. Σπάει και βγαίνει εκτός χαρακτήρα. Γίνεται πάλι η νεαρή γυναίκα.  

Γυναίκα:

Σ’ αυτό (δείχνει τη σκόνη που σκόρπισε) απ’ όπου έχουμε έρθει: στην ιστορία της Αντιγόνης, της κοπέλας από την Ελλάδα, και της καταραμένης της γενιάς: της Ιοκάστης και του Λάιου και του Οιδίποδα. Της Ισμήνης, του Ετεοκλή και του Πολυνείκη. Ο παππούς της, ονόματι Λάιος, στα νιάτα του αναγκάστηκε να δραπετεύσει από την πόλη του, τη Θήβα, που είχε χτυπηθεί από τον πόλεμο. Ο Πέλοπας, ένας γείτονας βασιλιάς, του προσέφερε καταφύγιο στο παλάτι του. Ο Πέλοπας ήταν εκλεκτός των Θεών και είχε έναν πολύ όμορφο γιο που τον έλεγαν Χρύσιππο. Ο Λάιος ερωτεύθηκε τον Χρύσιππο, τον αποπλάνησε και το έσκασε μαζί του. Αργότερα τον εγκατέλειψε, και ο Χρύσιππος, πνιγμένος απ’ τα βάσανα του έρωτα, αυτοκτόνησε. Τότε ο Πέλοπας καταράστηκε τον Λάιο και τον καταδίκασε να μην αποκτήσει απογόνους και, αν ποτέ αποκτούσε γιο, αυτός ο γιος να τον σκοτώσει και να παντρευτεί με τη μητέρα του σπέρνοντας μια γενιά δυστυχισμένων. Κάποιοι νομίζουν πως ο πόνος του έρωτα γιατρεύεται με την εκδίκηση. Είναι σαν να ήθελε κανείς να γιατρέψει μια πληγή με το να πληγώνεται ακόμη πιο βαθιά.

Η γυναίκα μεταμορφώνεται στην ηθοποιό, σκεπάζει με το πέπλο της το πρόσωπο και αλλάζει τη φωνή της.

Η ηθοποιός ως Πέλοπας:

«Καταραμένος να ’σαι, Λάιε. Ποτέ να μη σου δώσει αρσενικό παιδί η θεά των καρπών, και αν σπείρεις γιο μια μέρα, να γίνει ο ίδιος σου ο φονιάς και ο άντρας της γυναίκας σου, της ίδιας του της μάνας, και τα αρσενικά παιδιά του να πρέπει να πολεμήσουν και να αλληλοσφαγούν, και να σέρνει η γενιά σου ολόκληρη την πιο ανάλγητη και πιο βασανισμένη μοίρα».

Η ηθοποιός βγάζει το πέπλο από το πρόσωπο και το τυλίγει γύρω από τον λαιμό της. Ετοιμάζεται για να μπει στον ρόλο της Ιοκάστης.

Ηθοποιός:

Ο Λάιος παντρεύτηκε την όμορφη Ιοκάστη. (Τραβάει μέχρι επάνω με τα χέρια της το πέπλο που είναι τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό της, σα να ήθελε να στραγγαλιστεί.) Απέκτησε μαζί της έναν γιο. Από τον τρόμο πως θα εκπληρωνόταν η κατάρα του Πέλοπα, ο Λάιος φώναξε έναν υπηρέτη και του είπε (η ηθοποιός ξανασκεπάζει το πρόσωπο με ένα πέπλο, αλλάζει τη φωνή της και κρατώντας ένα καλάθι, λέει):

Η ηθοποιός ως Λάιος:

Καλέ μου άνθρωπε, το πεπρωμένο του λαού μας βρίσκεται στα χέρια σου. Πάρε αυτό εδώ το πλάσμα και στην πιο απομακρυσμένη ερημιά, σε τόπο απάτητο από θεές, θανάτωσέ το, και παράτα το στην τύχη των όρνιων και των λύκων. (Αφήνει το καλάθι στο δάπεδο.)

Η ηθοποιός βάζει ένα καπέλο, παίρνει το μπαστούνι της, μαζεύει το καλάθι από το δάπεδο και κόβει βόλτες στη σκηνή. Φτάνει μέχρι το δέντρο, υψώνει ένα μαχαίρι πάνω από το ανοιχτό καλάθι, τρέμει, τα παρατάει, βγάζει από το καλάθι ένα μωρό και το κρεμάει από τους αστραγάλους σε ένα κλαδί του δέντρου.

Ηθοποιός:

O καλός άνθρωπος άφησε σε κείνο το δέντρο το μωρό. Ήταν μεγάλη η νύχτα. Το ξημέρωμα όμως, ένας βασιλιάς, που ένιωθε άτυχος επειδή ήταν άτεκνος, το βρήκε.

Η ηθοποιός περπατάει κόβει βόλτες στη σκηνή, βρίσκει το δέντρο και βλέπει το μωρό κρεμασμένο από τους αστραγάλους.

«Μακάριοι θεοί, τελικά εισακούσατε τις ικεσίες μου». Αναφώνησε προς τον ουρανό και έλυσε από το δέντρο το μωρό, του μάλαξε με φρόνηση τους πρησμένους αστραγάλους. «Θα σε λέω Οιδίποδα». Και τον είπε Οιδίποδα: αυτός που έχει οίδημα στα πόδια. Και όταν ανδρώθηκε, ο Οιδίπους κίνησε να γνωρίσει τον κόσμο και σε ένα σταυροδρόμι αντάμωσε ένα άρμα που του έφραζε τον δρόμο. Ήρθε στα χέρια με τον αναβάτη του άρματος και τον σκότωσε. Άρχισε έτσι να εκπληρώνεται του Πέλοπα η κατάρα: ο άντρας αυτός ήταν ο Λάιος, ο αληθινός του πατέρας. Ο Οιδίποδας συνέχισε το ταξίδι του στον κόσμο και έφτασε μέχρι την πόλη της Θήβας, που ήταν υποταγμένη στα καπρίτσια μιας Σφίγγας, άτεγκτου τέρατος που καταβρόχθιζε όλους όσους δεν καθίσταντο ικανοί να λύσουν τους γρίφους και τα αινίγματά της. Βλέποντας τον Οιδίποδα τον ρώτησε:

Η ηθοποιός ως Σφίγγα:

Πες μου ποιο είναι το ζώο που έχει μια μόνο φωνή και ένα μόνο σώμα και το πρωί περπατάει στα τέσσερα, το μεσημέρι στα δυο και το απόγευμα στα τρία.

Ηθοποιός:

Ο Οιδίπους έλυσε το αίνιγμα και η Σφίγγα γκρεμίστηκε σε μια αμμοθύελλα. Ευγνώμων στον Οιδίποδα, ο λαός της Θήβας τον πάντρεψε με τη βασίλισσα της πόλης. Κι έτσι εκπληρωνόταν πάλι η κατάρα κατά γράμμα. Η βασίλισσα ήταν η Ιοκάστη, η μητέρα του. (Ανάβει θυμίαμα στο βωμό της, μουρμουρίζει ή προσεύχεται από μέσα της.)

Ο Οιδίποδας και η Ιοκάστη γέννησαν την Αντιγόνη και την Ισμήνη και τα αδέρφια Ετεοκλή και Πολυνείκη, δύσμοιρη γενιά. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και έμαθε την αλήθεια, η Ιοκάστη, η μάνα, κρεμάστηκε από ένα δοκάρι του παλατιού. Ο Οιδίποδας ξερίζωσε τα μάτια του με τις ασημένιες πόρπες του χιτώνα της και έφυγε ξεριζωμένος στους χερσότοπους της Ελλάδας, ψυχή βασανισμένη, με την κορούλα του την Αντιγόνη για οδηγό και μοναδικό αποκούμπι.

Η ηθοποιός τραγουδά ένα ιερό μουρμουρητό. Πηγαίνει στη βαλίτσα της της ηθοποιού και αρχίζει να αλλάζει ρούχα, βάζει την περούκα από σπάγκο, τα περιδέραια και τον χιτώνα της Ιοκάστης, που κουμπώνει με μεγάλες ασημωτές πόρπες, και ένα πολύ μακρύ πέπλο πάνω στο κεφάλι της.

Ηθοποιός:

Λένε πως η Ιοκάστη, η αυτόχειρ, πλανιέται ακόμη σαν το φάντασμα στα πεδία της μάχης δίχως να βρίσκει παρηγοριά ούτε ανάπαυση.

Η ηθοποιός έχει μεταμορφωθεί σε Ιοκάστη. Χορεύει. Δένει γύρω από τον λαιμό της το πέπλο, προβάρει και επαναλαμβάνει τον στραγγαλισμό της.

 

2. Μονόλογος της Ιοκάστης, σκιάς του εαυτού της

Ιοκάστη:

Ξυπνήστε. Να ’μαι εδώ μαζί σας, φίλες μου σκιές. Να ’μαι εδώ σκιά του εαυτού μου. Ξυπνήστε όμως, και θα σας μιλήσω εγώ, η πιο κακότυχη, η Ιοκάστη. Του Λάιου γυναίκα, και μητέρα και γυναίκα του δύσμοιρου Οιδίποδα, εκείνου που ξερίζωσε τα μάτια με τις ασημένιες πόρπες που κρατούσαν το πέπλο που φορούσα ετοιμοθάνατη. Είμαι αυτή που γεννοβόλησε κόρες και γιους στον ίδιο της το γιο, μάνα της Ισμήνης και της Αντιγόνης, του Πολυνείκη και του Ετεοκλή. Μάνα των ίδιων μου των εγγονών. Αχ αίμα ανακατωμένο. Αχ σπέρμα ολέθριο. Αχ άγια πόλη καταδικασμένη στις μάχες και την πανούκλα.

Πείτε μου όμως, εσείς, σιωπηλές ψυχές, φταίει ο Οιδίποδας; Κι εγώ, φταίω άραγε εγώ; Κι εκείνη, η μικρή μου η Αντιγόνη, φταίει; Φταίμε, εν αγνοία της αλήθειας; Πώς είναι αυτό δυνατόν; Ποιος θα κάνει να πάψει αυτός ο πόνος πιο πέρα απ’ τον θάνατο;

(Κοιτάζει, νιώθει πως έρχεται κάποιος.) Σςςςςς. Σωπάστε. Φαίνεται πως η Αντιγόνη, η μικρή μου κόρη, και ο δύστυχος πατέρας της έρχονται σε αυτή την έρημο.

(Παύση. Ακούει, κοιτάζει.) Εσύ είσαι; Αχ φρενιασμένε μου Οιδίποδα, ξερίζωσες τα μάτια σου και ύστερα ξεριζώθηκες από τη Θήβα με τη μικρή μας κόρη την Αντιγόνη για οδηγό και μοναδικό αποκούμπι. Κι εσύ Αντιγόνη, πλανιέσαι μαζί του τώρα σαν σκιά; Αντιγόνη, μικρή μου. (Αγκαλιάζει τον εαυτό της, σαν να αγκάλιαζε τη μικρή.)

Ω ολέθριοι θεοί, ήδη ακούω σ’ αυτά τα οράματα πως θα την πάρετε κι εκείνη. Καταραμένοι να ’στε. (Πέφτει στα γόνατα και μπήγει τα χέρια της στο έδαφος, χωρίζοντας στα δυο το χώμα.) Γιατί να μην ανοίγει η κραταιή θεά της γης, γιατί να μη μας καταπίνει με ένα βρυχηθμό; (Σηκώνεται, πιέζει με τα χέρια της της άκρες του πέπλου που τυλίγει στο λαιμό, υψώνει τα χέρια στο κεφάλι της, σφίγγει το ύφασμα και κρεμιέται.)

 

3. Η ηθοποιός και το κοινό της

Η ηθοποιός χαλαρώνει την ένταση του χεριού από το τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό της πέπλο, βγαίνει από τον ρόλο της Ιοκάστης και ξαναγίνεται η γυναίκα.

Γυναίκα:

Λίγες μανάδες σαν την Ιοκάστη έχουν το θάρρος να το κάνουν με το ίδιο τους το χέρι. Πάντα οι μανάδες συγκρατούν τον πόνο τους, τον κάνουν δύναμη για να προστατέψουν τους άλλους. Έτσι και η Αντιγόνη, που ήταν παιδί ακόμη όταν είδε να πεθαίνει έτσι η μάνα της και είδε τον πατέρα της να ξεριζώνει μόνος του τα μάτια, ήξερε να κρατήσει όλον αυτόν τον πόνο για να τραπεί σε φυγή μαζί του, μαζί με τον πατέρα της Οιδίποδα στον ξεριζωμό και να τον προστατεύει σ’ εκείνες τις αφιλόξενες ερημιές. (Κοιτάζει γύρω της και πέρα, ανάμεσα απ’ το κοινό.) Κι εδώ οι άνθρωποι πριν κρεμαστούν ή πριν πηδήξουν σε μια άβυσσο πιστεύουν την ψευδαίσθηση πως είναι ζωντανοί και ορμάν να φύγουν. Γι’ αυτό μένουμε λίγοι. Εσείς κι εγώ και τρεις εκεί γύρω κρυμμένοι. Άλλοι παν να τα βάλουν με το μίσος με ακόμη περισσότερο μίσος. (Παίρνει από τον βωμό τη φωτογραφία του αδερφού της και τη φιλά. Ρίχνει τα κοχύλια. Τα κοιτάζει. Παύση. Βάζει τη φωτογραφία στον βωμό.) Εγώ δεν μπορώ καν να μισήσω. Πηγαίνω πίσω του. Και τώρα πίσω από εσάς. Ή πίσω από ποιος ξέρει τι εδώ πέρα. Δεν έχω τίποτε άλλο. Αν κι έχω μάθει απ’ τη γιαγιά μου να θεραπεύω μ’ αυτά εδώ τα βοτάνια. Όπως και πολλές άλλες, έτσι κι εμένα τίποτα δεν με γιατρεύει πια. Το να διηγούμαι ναι, λιγάκι. Να διηγούμαι όμως εδώ. Εμμμμμ. Σε λίγο φτάνουν οι μαντατοφόροι τους (κοιτάζει προς τα πάνω), και χρατς. Δεν θα μείνει ούτε κούκλα που να μη χάσει το κεφάλι της. Το θέατρο μας τελείωσε. Μα πριν συμβεί αυτό, καλύτερα να σας τελειώσω το παραμύθι, την ιστορία της Αντιγόνης.

Η Ιοκάστη κρεμάστηκε. Και βλέποντάς την κρεμασμένη από εκείνο το δοκάρι, ο Οιδίπους την αγκάλιασε, ξεθηλύκωσε τις ασημένιες πόρπες που κρατούσαν τον χιτώνα της και μ’ αυτές ξερίζωσε τα μάτια του. Έφυγε ύστερα ξεριζωμένος απ’ τη Θήβα να περιπλανιέται μες στις ερημιές με την Αντιγόνη για οδηγό, παιδί ακόμη, και μοναδικό του αποκούμπι. Οι δυο αδερφοί της Αντιγόνης, ο Πολυνείκης και ο Ετεοκλής, συμφώνησαν να εναλλάσσονται στην εξουσία της Θήβας, τον έναν χρόνο ο ένας και τον επόμενο ο άλλος. Όμως η εξουσία είναι γλυκιά και, όταν ήρθε η σειρά του Πολυνείκη, ο Ετεοκλής αρνήθηκε, με την υποστήριξη του θείου του Κρέοντα, συνταγματάρχη των θηβαϊκών στρατών. Ο Πολυνείκης έφυγε και επέστρεψε με ξένους πολεμιστές για να περικυκλώσει την πόλη, έτοιμος να πάρει τον θρόνο. Στις πύλες της πόλης οι δυο αδερφοί μονομάχησαν και αλληλοσκοτώθηκαν. Ο Κρέων, ο στρατηγός, έδωσε διαταγή να θάψουν με τιμές τον προστατευόμενό του τον Ετεοκλή, και να αφήσουν στο πεδίο της μάχης το σώμα του εισβολέα Πολυνείκη. (Η γυναίκα σκεπάζει το πρόσωπο με ένα ματωμένο πέπλο και μιμείται τη φωνή και τη συμπεριφορά του Κρέοντα): «ώστε να γίνει το κουφάρι του βοσκή για τα σκυλιά, βορά στα αρπακτικά όρνια».

(Ξεσκεπάζει το πρόσωπο και πάει μέχρι τον τάφο του Πολυνείκη.) Η Αντιγόνη όμως πήγε κρυφά μέχρι τις πύλες της πόλης και έπλυνε το κορμί του Πολυνείκη και το σκέπασε με άγια σκόνη και ξεκίνησε τα τρίμερα της ταφής.

Ξαναμπαίνει στον ρόλο της Αντιγόνης.

 

4. Αντιγόνη και Ισμήνη

Αντιγόνη:

Ισμήνη… Ισμήνη… Ισμήνη… Αδερφή μου, σε έφερα έξω από τις πύλες του παλατιού για να με ακούσεις μόνο εσύ. Τη νύχτα πήγα στο πεδίο της μάχης, και με τη βοήθεια του ιερού μανδραγόρα κοίμισα τους στρατιώτες που φυλάν σκοπιά ώστε κανείς να μην τιμήσει ούτε να θάψει τον Πολυνείκη, τον αντάρτη αδερφό μας. Αυτός κειτόταν άταφος πάνω σε ένα λιθάρι κόκκινο απ’ το αίμα του, και ήδη αλυχτούσαν οι ύαινες και τα σκυλιά οσμίζονταν τον αέρα και πάνω απ’ το κορμί του φτεροκοπούσαν τα αρπακτικά όρνια. Με αυτά τα χέρια σήκωσα το βάρος της ωραίας του σορού και έπλυνα το σώμα του με πάναγνο νερό και αιθέρια έλαια και το σκέπασα με την ιερή διψίαν κόνιν… Ξεκίνησα την πρώτη από τις τρεις νύχτες αγρύπνιας. Αδερφή μου, τώρα είναι η στιγμή. Έλα μαζί μου να τιμήσουμε τον νεκρό αδερφό μας, με ποταμίσιες πέτρες να υψώσουμε τον τύμβο της στερνής του κατοικίας. Έλα να τελέσουμε προς τιμήν του θρήνους και σπονδές.

Παύση. Η Αντιγόνη κάνει ελαφριές και αργές χορευτικές κινήσεις με τα χέρια. Ξάφνου παγώνει και κοιτάζει την Ισμήνη με πυρακτωμένα μάτια.

Δεν θα έρθεις; Μείνε λοιπόν εδώ αφού φοβάσαι τον στρατηγό που διέταξε να τον αφήσουμε άταφο στο έλεος των πειναλέων θηρίων. Μείνε εδώ αν σε τρομάζει ο γλυκός πέτρινος θάνατος που θα προσφέρει ο τύραννος σε όποιον τολμήσει να τον παρακούσει. Μονάχη μου ξεκίνησα να τον κηδεύω, μονάχη μου μπορώ να φέρω εις πέρας τα πρεπούμενα.

Μια ανάσα μόνο διαρκεί η ζωή μας ανάμεσα στους ζωντανούς που μένουν εδώ πέρα, σ’ αυτή την έρημο χωρίς αγάπη. Αλλά για μια αιωνιότητα θα είμαστε εκεί κάτω, ανάμεσα στους νεκρούς μας. Σε εκείνους είμαι υπόχρεη, σ’ εκείνους θα δοθώ.

Α όχι, δεν θέλω να κλείσεις το στόμα, να πας να το φωνάξεις. Να το πεις παντού. Ολόκληρη η Θήβα να το μάθει. Θα δεις πως ο λαός θα με τιμήσει. Τίποτα δεν υπάρχει πιο βαρύ από το να πεθαίνεις δίχως να θάβεις αγαπημένους νεκρούς, δίχως να τιμάς την αγάπη και τα ιερά και τα όσια και τον Άδη που τα πάντα κυβερνά. Πήγαινε κι άσε με εμένα και την κατάδική μου τρέλα να το διακινδυνεύσουμε.

Η ηθοποιός βγαίνει και πάλι από τον ρόλο της Αντιγόνης και επιστρέφει στον ρόλο της γυναίκας.

 

5. Η γυναίκα

Γυναίκα:

Τρελή, ναι, τρελή. Γιατί είναι τρέλα τρομερή να στέκεσαι γυμνή μπροστά στον θάνατο. (Κοιτάζει ένα σημείο στον χώρο, ψηλά, σε μια πλευρά της σκηνής, μιλάει στους πουτάνας γιους. Έτσι δεν είναι; (Τους κάνει τη γνωστή χειρονομία με το χέρι. Πηγαίνει στον τύμβο του Πολυνείκη και καθαρίζει τη σκόνη που είχε σκορπίσει η Αντιγόνη.)

Οι στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο καθάρισαν τη σκόνη. Κι εδώ (ακόμη) σε σκοτώνουν αν θάψεις τους νεκρούς σου. Οι δρόμοι γεμάτοι νεκρούς τρομάζουν περισσότερο. Σωστά; Να ζέχνει ο τόπος από ψοφίμια και τσουβαλιασμένα κόκκαλα και να μαυρίζουνε τα δέντρα απ’ τα κοράκια. (Ξανακοιτάζει πάνω.) Έτσι όλοι το βάζουν στα πόδια και όπου φύγει-φύγει. Όμως, για όσο έρχονται άνθρωποι σαν εσάς να με δούνε και να μου ζητήσουν να τους πω τα κοχύλια και τον καπνό, θα συναντιόμαστε εδώ.

(Τραγουδάει): Αχ νησιά του Γουαδαλκιβίρ
εκεί πήγαν οι τσιγγάνοι
που δεν θέλησαν να φύγουν

Ay islas del Guadalquivir
donde se fueron los gitanos
que no se quisieron ir.

Δεν έχουμε παρά ιστορίες για να τις ιστορούμε. (Κοιτάζει άλλη μια φορά πάνω, υψιπετής.) Πάντοτε κάποιος μένει για να πει την ιστορία. (Στρέφεται στο κοινό.) Αν και πιο αδιάντροπη τρέλα είναι να πας στην πόλη και να ζητιανεύεις, σαν αδέσποτο σκυλί. Εκεί στις πόλεις τους σκοτώνουν τους ζητιάνους. Έτσι, χωρίς αιτία, για παιχνίδι. Τάχαμου για να καθαρίσουν. Ή για να δοκιμαστούν στο σημάδι. «Για να κωλοπετσωθούν» (λέει χώνοντας το ένα χέρι ανάμεσα στα πόδια και μιμούμενη φωνή αγοριού). Έτσι μου είπε κάποτε ένα παλικάρι που τριγυρνά τρελαμένο σ’ αυτά εδώ τα μέρη. (Ουρλιάζει στους επάνω): Καριόληδες.

(Κοιτάζει τον τάφο του Πολυνείκη.) Αντιγόνη, ομορφονιά μου. Η πιο περήφανη σε ολόκληρη την Ελλάδα. Αγρίμι. Ζαλώθηκε μονάχη τις πέτρες του ποταμού και σκέπασε μ’ αυτές το σώμα του αδερφού της.

 

6. Η Αντιγόνη καλεί τις θεές στην ταφή του Πολυνείκη

Η γυναίκα σηκώνει τον μπόγο με τις πέτρες και τον ρίχνει ξανά στο έδαφος. Η ηθοποιός βγαίνει από τον ρόλο της γυναίκας και μπαίνει στον ρόλο της Αντιγόνης. Η Αντιγόνη κρυφοκοιτάζει, παίρνει το φορτίο με τις πέτρες και το σέρνει κόβοντας βόλτες στη σκηνή. Σταματά κάθε τόσο. Ακούει, κοιτάζει και συνεχίζει με μεγάλη μυστικότητα σέρνοντας τον βαρύ μπόγο μέχρι να φτάσει στον τόπο ταφής.

Αντιγόνη:

Καταραμένοι, πάλι τον ξεσκέπασαν. (Ξανασκορπάει τη σκόνη.) Βοήθα με, αδελφέ μου, με τη ματωμένη σου φωνή να καλέσω τις σκοτεινές θεές που κατοικούν στη σιωπή των ταρτάρων. Ελάτε, δεσποσύνες τρομερές, ξεριζωμένες εκδικήτριες, αέρινες, αόρατες, ελάτε και ξεσπάστε την οργή σας βροντερή, τα αφόρητα ουρλιαχτά σας και τις φιδωτές σας χαίτες ενάντια σ’ αυτούς τους καταραμένους που καταδικάζουν τον αδερφό μου να γίνει βοσκή για τα όρνια και τα αγρίμια.

Τραγουδάει μουρμουρίζοντας. Ανάβει θυμίαμα. Κεριά. Πίνει. Καλεί τις θεές της Νύχτας, του Θανάτου και της Αγάπης, και τον σκεπάζει με πέτρες.

Εκάτη, που δείχνεις τον δρόμο στους νεκρούς, ουράνια, χθόνια, θαλασσινή – θεά του κάτω κόσμου με το πέπλο στο χρώμα του κρόκου, προστάτιδα των σκυλιών, ανίκητη διαφεντεύτρα που καταβροχθίζεις τα αγρίμια, μαχήτρια νεαρή με άζωστη μέση που στριφογυρνάς ανάμεσα στους ταύρους, κυρία και πολιούχε του σύμπαντος κόσμου, στέρξε τη δούλη σου σε αυτά τα ιερά μυστήρια.

Και εσύ, Νύχτα, Κύπριδα, των πάντων φίλη, αλόγων καβαλάρισσα, μητέρα των ονείρων, κυρά της γαλήνης – άκουσέ με, μακάρια θεά με τη σκοτεινή σου λάμψη, έλα ευμενής, σε εκλιπαρώ, και οδήγησε στον βαθύ Άδη τον γλυκό μου αδερφό, και διώξε από πάνω του τους τρόμους που τον τριγυρνάν με τη λάμψη σου.

Φως ιερό των ουράνιων αστεριών. Της μαύρης νύχτας κόρες φίλες, της μοίρας σφετερίστριες, ελάτε τώρα στη δική μας τελετή.

Αγία γη, εσύ, η πιο αρχαία απ’ τις θεές. Και Έρωτα, εσύ που στέλνεις το άγιο φως. Ακούστε με παιδιά του Χάους: ανοίξτε τις βαθιές σας πύλες από τα αιώνια έγκατα για να δεχτείτε τον πιο ωραίο και τον πιο ανυπόταχτο των αντρών.

 

7. Η Αντιγόνη αιχμάλωτη

Η Αντιγόνη στριφογυρίζει με βία, σταματάει απότομα, κοιτάζει απειλητικά, εστιάζει το βλέμμα σε ένα σημείο. Έρχεται αντιμέτωπη με τους στρατιώτες που φρουρούν το σώμα για να μην το θάψει κανείς. Τους μιλά.

Αντιγόνη:

Ναι, εγώ το έκανα. Χτες βράδυ του έπλυνα τις πληγές με καθαρό νερό και τον σκέπασα με άγια σκόνη, αυτή που εσείς καθαρίσατε, και τώρα τον έχω σκεπάσει με πέτρες του ποταμού. Κάλεσα τις θεές του κάτω κόσμου. (Τις κοιτάζει, μουρμουρίζει ένα ιερό άσμα προς τιμήν τους. Ξαφνικά παγώνει και επιστρέφει στους στρατιώτες.)

Όχι, δεν είμαι σκιά. Είμαι απλώς η αδερφή του. Η αδερφή του ωραίου Πολυνείκη. (Γελά.) Εσείς οι ζωντανοί με βλέπετε ήδη ως μια ακόμη ανάμεσα στους νεκρούς. (Γελά, τους απειλεί. Τραγουδά πάλι σε μια παράξενη γλώσσα.)

Ναι, το γνωρίζω το διάταγμα του στρατηγού που απαγορεύει να τον θάψουν. Πρόκειται όμως για τον αδερφό μου και οι θεοί και οι αγάπη είναι δυνάμεις ιερές, ανώτερες απ’ τον δικό σας νόμο.

Όχι, δεν φοβάμαι τη μοίρα μου. Ξέρω πως θα πεθάνω και, αν πεθάνω πριν την ώρα μου, θα νιώθω κερδισμένη.

Αρχίζει να μουρμουρίζει και πάλι το ιερό τραγούδι. Την δένουν πισθάγκωνα. Περπατάει, πέφτει κάτω, σα να την έσπρωχναν. Σηκώνεται και τελικά σπάει και η Αντιγόνη βγαίνει από τον ρόλο της Αντιγόνης και μπαίνει στον ρόλο της Ηθοποιού.

Ηθοποιός:

Λεν πως ο στρατιώτης που τη συνέλαβε είδε θύελλες σκόνης και άκουσε τη γη να βρυχάται. Στον πόλεμο οι στρατιώτες βλέπουν πάντα πράγματα αλλόκοτα. Το γεγονός πως βρίσκονται τόσο κοντά στον θάνατο τους κάνει να βλέπουν παράξενα πράγματα.

Βγάζει και πάλι τη φωτογραφία του αδερφού της.

Και αυτός στρατιώτης είναι, αλλά από τους άλλους, αντάρτης, σαν αυτόν εδώ, σαν τον Πολυνείκη.

 

8. Τελετουργία της γυναίκας για τον αδερφό της

Στον βωμό θέτει σε λειτουργία ένα ραδιόφωνο, βάζει τη φωτογραφία στα πόδια μιας παρθένου, τους ανάβει ένα κερί, μουρμουρίζει ένα τραγούδι, ανάβει θυμιάματα ή πάλο σάντο και καπνό,[1]Το πάλο σάντο (palo santo), ή «ιερό ξύλο», είναι μια ποικιλία ενδημικών δέντρων της Λατινικής Αμερικής. Το ξύλο … Continue reading μαρκάρει την περιοχή του βωμού διαγράφοντας έναν κύκλο με το μπαστούνι της, καθαρίζει το έδαφος χορεύοντας κυκλικά γύρω του και σείει τον αέρα τινάζοντας κλαδιά απήγανου. Πίνει και φτύνει σταγόνες στον αέρα. Καπνίζει και φυσάει πάνω στον βωμό τον καπνό. Σχεδιάζει με κοκκινόχωμα τον κύκλο του βωμού και ρίχνει τα κοχύλια στο έδαφος. 

Ηθοποιός:

Αγία Μητέρα, κόρη παρθένε των βουνών, κυρά μου Πατσαμάμα, σε εκλιπαρώ να τον φυλάς στα μονοπάτια σου, στα δάση σου και τα νερά σου, σε εκλιπαρώ να τον προστατεύεις με το τραγούδι των σπλάχνων σου.

Άνθρωπε-ιαγουάρε, πατέρα του δάσους, σου δίνω την εικόνα του, (για) να τον δεχτείς σαν γιο σου και να του ανοίγεις δρόμο ανάμεσα στα αγριόχορτα.

(Μιλάει στους από πάνω.) Κανείς δεν θα μπορέσει να του κάνει τίποτα. Μ’ ακούτε; (ψιθυρίζοντας) Πουτάνας γιοι. (Στο κοινό.) Δεν ξέρω τι παραμύθια πίστεψε ο μαλάκας ο αδερφός μου. (Μιμείται τη χειρονομία και τη φωνή της μητέρας τους): «Πήρε τον νόμο στα χέρια του, κόρη μου, πήγε στα βουνά, λέει, για να κάνει τους πλούσιους να πληρώσουν». (Γελάει.) Έτσι έλεγε η μάνα μου, όταν γυρνούσε εδώ πέρα και πούλαγε στους δρόμους μπιχλιμπίδια μαζί με τη μουγκή αδερφή μου. Εδώ και χρόνια όμως δεν μπορεί να μετακινηθεί με ασφάλεια από χωριό και χωριό. Εκείνοι αποφάσισαν να καταπιαστούν τώρα με απαλλοτριώσεις γης των φτωχών. Αν είσαι φτωχή δεν μπορείς να έχεις τίποτε σ’ αυτά τα χώματα. Ούτε καν ένα κομμάτι γης. Ούτε ένα κτηματάκι. Ούτε σπίτι. Ούτε τίποτε. (Στη φωτογραφία.) Όπως λέει η μαμά μου: «Κόρη μου, τα πράγματα είναι πάλι σκούρα. Όπως όταν σκοτώσανε τον Γκαϊτάν». Ή και χειρότερα. Πιο σωστά: χειρότερα δεν γίνονται. (Γελάει και κοιτάει τους από πάνω.) Μας έχουν στο τρέξιμο, σαν ψυχές διαβολεμένες. (Στο κοινό.) Όμως αυτός δεν με ξεχνάει. (Κοιτάζει τη φωτογραφία.) Όμως εσείς… γιατί έρχεστε εδώ; Να δείτε τι; Να σας μαντέψω τι; Δεν έχουμε πια τύχη. (Βγάζει τα κοχύλια και φυσά μέσα τους φυσά μέσα τους τις αναθυμιάσεις από τα φύλλα καπνού. Διαβάζει τα σημάδια.) Εσύ είσαι, αδερφούλη; (Κοιτάζει, ψάχνει στον αέρα. Σταματά. Κοιτάζει έναν-έναν τους θεατές. Σταματάει σε κάποιον.) Κι εσείς είστε όντως σίγουρος πως είστε αυτός που νομίζετε πως είστε; (Γελάει. Κοιτάζει τα κοχύλια.) Τώρα δεν ξέρουμε ποιος είναι ποιος – υπάρχουνε παντού καρφιά. (Κοιτάζει προς τα πάνω.) Αυτοί πληρώνουν. Επειδή καρφώνουν. Και με τόση πείνα και τόση τρέλα και τόσο θάνατο, όλο και κάπου θα παίξουν ξεπουλήματα. Ή, από τρόμο, οποιοσδήποτε μπορεί να στραφεί εναντίον του οποιουδήποτε. Ή επινοεί, για να δει αν θα του δώσουν κάτι ή αν θα τον αφήσουν να φύγει ζωντανό. Αλλά αδερφέ μου, αν είσαι εδώ, το ξέρεις ήδη ότι προσεύχομαι… για να μη σου συμβεί τίποτε.

Κοιτάζει πάλι τα κοχύλια. Καπνίζει, πίνει και ανάβει κεριά και φτύνει αλκοόλ και καπνό. Κάνει σημάδια. Ολοκληρώνει την ευλογία και βάζει πάλι τη φωτογραφία στον βωμό.

Τραγουδάει σε ινδιάνικη γλώσσα ένα τραγούδι επίκλησης.

Εννοείται πως πρέπει να ρωτήσω και να γυρέψω και για σας μα και για μένα, που έχω τόσο πλατύ στόμα, σαν ψάρι. Θέλει κανείς να ρωτήσει κάτι; (Κοιτάζει επάνω.) Ε; (Παύση. Στρέφεται στο κοινό.) Όμως εσείς θα καταλάβετε πως ζητάω πρώτα από όλα για εκείνον. Όπως λέει η μαμά μου: «Είναι που εδώ δεν αγαπάν τα παλικάρια». Τους στέλνουν κάθε μέρα σαν κοτόπουλα στο σφαγέα. Είναι η κατάρα του Γιαχβέ ενάντια στον Κάιν. Αν δεν ήταν να γίνονται οι πλούσιοι πλουσιότεροι με αυτό τον σκοτωμό, θα έλεγε κανείς πως είμαστε από την ίδια γενιά με αυτούς, με την Αντιγόνη και τους αδερφούς της, με την Ιοκάστη και τον Οιδίποδα. Καταραμένοι. Καταραμένοι όλοι. Αλλά εμάς, αντίθετα, μας καταράστηκε ο Γιαχβέ. Από τον καιρό του Αδάμ και της Εύας… της Εύας,  της ωραίας ανυπάκουης, και του Κάιν και του Άβελ… Ο Γιαχβέ… είναι ένας τρομερός θεός, κοίταξε με ευγνωμοσύνη το πρόβατο που θυσίασε γι’ αυτόν ο Άβελ – όμως την προφορά των φρούτων και των λουλουδιών που ο Κάιν με τόσο κόπο είχε κάνει να ανθίσουν στην έρημο, την κοίταξε με καταφρόνια. Έτσι ο Γιαχβέ ενέπνευσε στον Κάιν τον σκορπιό της ζήλειας και την πεθυμιά για σκοτωμό. Γιατί είναι τρομερή η περιφρόνηση του πατέρα. Ακόμη περισσότερο αν μας περιφρονεί ο θεός πατέρας. Η περιφρόνηση ενός θεού μπορεί να τρελάνει τον καθένα. (Κάνει το σταυρό της.) Αυτή την ιστορία του Κάιν και του Άβελ και του Αδάμ και της Εύας και του Γιαχβέ πρέπει να την πούμε. Μια μέρα θα μιλήσουμε γι’ αυτή την οικογένεια.

Σήμερα όμως είναι η νύχτα της Αντιγόνης, της κοπέλας από την Ελλάδα. Σας διηγήθηκα πώς τη συνέλαβαν, την ώρα που με πέτρες σκέπαζε τον αδερφό της τον Πολυνείκη. Οι στρατιώτες την οδήγησαν μπροστά στον Κρέοντα, τον θείο της, τον στρατηγό που κυβερνά τη Θήβα με σιδερένια γροθιά, αυτόν που είχε προστάξει να αφήσουν άταφο το παλικάρι, πτώμα για τα πτωματοφάγα πουλιά.

 

9. Η Αντιγόνη ενώπιον του Κρέοντα

Η ηθοποιός μπαίνει στον ρόλο της Αντιγόνης, πέφτει και ξανασηκώνεται. Προχωρά στη σκηνή, πηγαίνει μέχρι τη βαλίτσα και στέκεται πάνω της. Της λύνουν τα χέρια. Βρίσκεται ενώπιον του Κρέοντα, τον κοιτάζει, του απαντά.

Αντιγόνη:

Όχι, Κρέοντα, κανέναν νόμο δεν παραβίασα. Απλώς υπάκουσα στην ιερή συνήθεια να θάβουμε τους νεκρούς μας· απλώς άκουσα το τραγούδι των θεαινών του κάτω κόσμου, των ξεριζωμένων θεαινών· απλώς ανταποκρίθηκα στη φωνή της Δίκης, της θεάς που κυβερνά τον Άδη και που προστατεύει την ιερή δικαιοσύνη. (Κοιτάζει πολύ κάτω, στα βάθη της γης. Αναπνέει, ακούει.)

Δεν χρωστάω υπακοή σε εσένα, Κρέοντα, αλλά σε εκείνες και στην αγάπη και σε κάθε τι ιερό. Και στους νεκρούς που εκεί κάτω κατοικούν, στη σκοτεινή αιώνια πόλη, όπου μια μέρα θα κατεβούμε όλοι για να ζήσουμε ολόκληρη αιωνιότητα. Κι εσύ μαζί. (Στρέφει βίαια το κεφάλι της σαν κάποιος να τη χτύπησε στο μάγουλο.) Μπορείς να με ξαναχτυπήσεις. Δεν θα αλλάξεις όμως τίποτε μ’ αυτό. Η εξουσία τρελαίνει και κάνει τους ισχυρούς να φαντάζονται πως μπορεί να κατορθώσουν το ακατόρθωτο. Εσένα η εξουσία σου στην πόλη σε έκανε να υπονομεύσεις την ιερή τάξη και να σηκώσεις κεφάλι ενάντια σε κάθε τι ιερό: Θέλησες να αφήσεις άταφο τον νεκρό μου αδερφό – κι εμένα, όπως λεν οι φρουροί σου, θα με θάψεις ζωντανή, σε μια βαθιά σπηλιά που μου έχεις ετοιμάσει. Άθλιος είσαι, ακόμη και όταν πας να μιμηθείς τον κραταιό θάνατο. (Πέφτει σπρωγμένη από ισχυρό χτύπημα.) Θαρρείς πως με καταδικάζεις στη σιωπή θάβοντάς με ζωντανή ανάμεσα σε σκοτεινές πέτρες και στερώντας μου το ουράνιο φως. Δεν θα αγγίξεις όμως το φως των ματιών μου το αλησμόνητο με την οργή των κονταριών σου και τα σκοτεινά χτυπήματα των βράχων σου. (Σηκώνεται.) Μέσα μου βρίσκεται ο θάνατος. Ήδη εδώ θα μπορούσα να πάψω τους παλμούς της καρδιάς μου ή να σταματήσω να αναπνέω τον ιερό αέρα που δίνει την ανάσα της ζωής. (Την ξαναδένουν και αρχίζουν να την οδηγούν στον πέτρινο τάφο. Του ουρλιάζει.) To σκοτάδι της σπηλιάς όπου τώρα προστάζεις να με θάψουν ζωντανή δεν θα μπορέσει ποτέ να τυφλώσει τη θέα όσων είδανε τα μάτια μου και η καρδιά μου τα φυλάει για να τα τραγουδήσει στις γενιές που θα έρθουν. (Παγώνει, λύνεται ξανά και κάνει μερικά βήματα πίσω. Κοιτάζει κατά μέτωπο τον Κρέοντα.) Ή μήπως βάζεις με τον νου σου πως μια σκοτεινή σπηλιά θα μπορέσει να αρπάξει από τα μάτια μου τη μνήμη της μητέρας μου της Ιοκάστης να κρέμεται από το πιο ψηλό δοκάρι του παλατιού της Θήβας; Ή θαρρείς ότι θάβοντάς με ζωντανή θα μπορέσεις να σβήσεις από την ψυχή μου την εικόνα του πατέρα μου να βγάζει τα μάτια του για να μη βλέπει την τετελεσμένη μοίρα του; Στ’ αλήθεια, Κρέοντα, σε έχει τυφλώσει η εξουσία. Εσύ είσαι που δεν δύνασαι να δεις σε πλέριο φως το πιο ορατό. Πόσο μάλλον να διακρίνεις κάποιο ίχνος του αοράτου, του μυστικού που με τα μάτια μου και με το φως μου βλέπω από μικρή.

Άραγε, Κρέοντα, δεν γνωρίζεις πως ήταν του Οιδίποδα αυτό το τρίτο μάτι που ο χρησμός προφήτεψε ότι θα είχε από την πρώτη μέρα του ξεριζωμού του μες στους ερημότοπους, μέχρι το πρωινό που ζωντανός στου Κολωνού τις πύλες θα κατέβαινε στο ιερό άλσος των θεαινών του κάτω κόσμου, όπου πλέον κατοικεί εν μέσω των νεκρών – Οιδίποδα, δύσμοιρε επαίτη βασιλιά, πατέρα και αδερφέ μου. (Κάνει την τελετουργική χειρονομία επίκλησης και χαιρετισμού των νεκρών.)

Από μικρό κορίτσι, σε αυτή τη μακριά δεκαετία που περιπλανιόμουν με τον Οιδίποδα, ήμουν μητέρα του και οδηγός του και προστάτιδα. Φως των ματιών του. Τριγυρνούσαμε μισητοί και τρομαγμένοι, καταραμένοι και ελεεινοί, σε καυτές ερήμους και έρημες κοιλάδες, ανήμποροι να πλησιάσουμε τη δροσερή σκιά των πόλεων. Κανείς δεν μας κάλεσε στο τραπέζι του, ούτε μας απεύθυνε το βλέμμα. Κανείς δεν μας έκανε μετόχους σε θυσίες και ικεσίες. Πλανάσαι, Κρέοντα, αν νομίζεις πως θα με τρομάξεις με την εξουσία σου. Κορίτσι ακόμη, είδα τον ήλιο του μεσημεριού να σκάει στην άμμο της πείνας και αναγκάστηκα να κλέψω για να φάω – και είδα το μίσος και τον φόβο μες στα μάτια των παιδιών που μας πετούσαν πέτρες και μας έβριζαν στους δρόμους.

Για δέκα χρόνια περιπλανιόμασταν κυνηγημένοι μέχρι να φτάσουμε στο ιερό άλσος του Κολωνού. Εκεί, στο κατώφλι του θανάτου του, άκουσα με τον πατέρα κι αδερφό μου τον Οιδίποδα τη μανιασμένη φωνή των πουλιών και είδα μες στα ανησυχητικά τραγούδια τους όλα τα προμηνύματα. Εκεί, Κρέοντα, την είδα και αυτήν εδώ τη στιγμή. Γιατί τα πάντα βρίσκονται μες στα τραγούδια. Μες στο τραγούδι όλα φυλάσσονται.

Βογκάει με ένα οξύ και πονεμένο μέλισμα δίχως τόνο ανάπαυσης.

Μες στα τραγούδια άκουσα και είδα κάθε τι ανθρώπινο. Η μνήμη του τραγουδιού με φωτίζει, γι’ αυτό δεν με σκιάζουν εμένα οι απειλές σου. Μπορείς να βγάζεις την οργή σου πάνω στον λαό που υποφέρει φοβισμένος από τα δικά σου εγκλήματα, κουφός και γελασμένος απ’ τη ματωμένη αιχμή της γλώσσας σου. Από κορίτσι ακόμη, σε είδα και άκουσα και έζησα τα πάντα. Και παρότι δεν γνωρίζω ακόμη τον έρωτα, τα έχω ήδη ζήσει όλα. Το μόνο που μου μένει είναι να χαρώ το θάνατό μου. Τςςςςςς.

Άραγε η δύναμη των όπλων πύρωσε τη μνήμη σου με τις στάχτες της λήθης; Άραγε σβήστηκε από τη μνήμη σου η αρχαία κατάρα των οπλισμένων αντρών και των δυστυχισμένων εραστών που μας καταδιώκει από τότε που θεμελιώθηκε αυτή η πόλη η Θήβα; Αγνοείς άραγε ότι από τα ολέθρια θεμέλια σέρνεται η γενιά μας σ’ ένα ατελείωτο κατρακύλημα από εξορίες και συμφορές;

Εσύ, Κρέοντα, όπως οι οπλισμένοι άντρες και όπως οι τύραννοι, έχεις την τρέλα να πιστεύεις πως δύνασαι να σφραγίσεις τις βαθύτερες πληγές της πόλης πληθαίνοντάς τες με την ατίμωση και τον θάνατο. Όμως αυτό σε μετατρέπει απλώς στον κύριο του εγκλήματος. Σε κάποιον που νιώθει υπαρκτός σκοτώνοντας μονάχα. Και αν θεωρείς πως νίκησες τον αδερφό μου Πολυνείκη και τον ξένο του στρατό, πάλι πλανάσαι. Εδώ, στις πύλες της Θήβας, νίκησε μόνο ο ματωμένος θάνατος. Τα αδέρφια μου αλληλοσκοτώθηκαν. Τώρα εσύ κυβερνάς την πόλη επάνω στη λίμνη από το αίμα τους. Μα το χυμένο αίμα φέρνει κι άλλο αίμα. Πάντα. Και ο ματωμένος θάνατος φέρνει μονάχα πιο πολλούς θανάτους. Δεν είναι η νίκη ο θρίαμβος των όπλων. Αυτή, η Νίκη, είναι μια φτερωτή θεά που κατοικεί μόνο όπου βασιλεύει η ζωή και η αγάπη. Κρέοντα, μόνο το τραγούδι της μνήμης –και όχι το χυμένο αίμα– γιατρεύει την ψυχή απ’ τα πιο βαθιά και αρχαία βάσανα. Καημένε μου. Οι σκύλοι της ψυχής θα σου κατασπαράξουν τα σπλάχνα σε μια νύχτα αξημέρωτη και άλλο φως δεν θα δεις από του πόνου σου τη λάμψη. Θα σου ξεκουφάνει τα αυτιά το μανιασμένο τραγούδι των πουλιών που βύθισαν τη σάρκα τους στην κοιλιά του αδερφού μου. Και η όσφρησή σου θα πνιγεί στην παντοδύναμη σαπίλα των νεκρών.

 

10. Θάνατος της Αντιγόνης

Γυρνάει, ετοιμάζεται να φύγει. Τη σπρώχνουν και πέφτει στο έδαφος. Της δένουν τα χέρια, σηκώνεται, (απευθύνεται) στον ορίζοντα ανάμεσα από το κοινό.

Πολίτες της πατρώας μου γης, βαδίζω τον έσχατο δρόμο μου. Αγγίζω το ύστατο φως του ήλιου που σας ζεσταίνει. (Την παίρνουν από τη σκηνή.)

Αν μόνο ο φόβος δεν σας είχε παραλύσει τόσο τη γλώσσα.

Σε ένα σημείο, κοντά στις πέτρες, παγώνει. Στους φύλακες:

Περιμένετε.

Ξανακοιτάει τον ουρανό, ύστερα το έδαφος. Γονατίζει και μιλάει στο ποτάμι.

Κελαρυστό ποτάμι της πατρίδας μου, νεράκι δροσερό των παιδικών μου χρόνων, για τελευταία φορά διασχίζω την ιερή σου όχθη. Για τελευταία φορά αντικρύζω τη λαμπρότητα του ήλιου στον καθρέφτισμά σου. Για τελευταία φορά πίνω στο ρέμα σου (Φιλάει το νερό.) Δεν θα υπάρξει ποτέ πια άλλη φορά για τα μάτια μου και το στόμα μου. Άλλο ποτάμι θα περάσω τώρα. Το ύστατο ρέμα το αγύριστο. Ο Άδης, που όλους τους καλωσορίζει, ζωντανή με πηγαίνει στις όχθες του Αχέροντα. Ζωντανή και χωρίς να έχω ποτέ χαρεί τον έρωτα, χωρίς να έχω ακόμη ακούσει νυφικά τραγούδια του αγαπημένου με τη μελιστάλαχτη φωνή του, ούτε να αλείψω με έλαια τα αρώματα του κορμιού του. Νύφη του σκοτεινού Αχέροντα.

Ολοκληρώνουν την πορεία και τη ρίχνουν τελικά πάνω στις πέτρες του τάφου του αδερφού της. Κάνει μια παύση για να ατενίσει τον ήλιο πάνω του και γρήγορα σηκώνεται πάνω στον πέτρινο τύμβο και αρχίζει να πατάει με τα πόδια πάνω τους, μετά ξαπλώνει και, ενώ μιλάει στους νεκρούς της και τους τραγουδάει σε μια παράξενη γλώσσα, αρχίζει να σκεπάζει το κορμί της με τις πέτρες του τάφου.

Ακούω ήδη των νεκρών μου τη φωνή που με καλούν με αγάπη μέσα από τη βαθιά πολιτεία του Άδη.

Αδέρφια μου, Μάνα. Πατέρα. Θα κατεβώ σε τούτη την αιώνια κατοικία με όλο το φως αυτών που είδα. Κι εδώ, πάνω σε αυτή τη γη της καταδίκης, της πανούκλας, του πολέμου, αυτά που είδα θα γίνουν τραγούδι απ’ την προφητική φωνή των ποιητών. Οι θεοί μας στέλνουν συμφορές ώστε οι μελλοντικές γενιές να έχουν τι να τραγουδήσουν, ώστε οι δύσμοιροι του αύριο να βρουν παρηγοριά και χαρά με αυτή τη μουσική τη φορτωμένη μνήμες.

Ξάφνου κάθεται στα γόνατα, τα πόδια πέφτουν απ’ το σώμα της. Ατενίζει το κενό γύρω από τον τύμβο της. Αργά τυλίγει το πέπλο της πάνω στον λαιμό και το σφίγγει με τα χέρια υψωμένα πάνω από το κεφάλι της. Σηκώνεται όρθια, τεντώνεται και πατάει στα δάχτυλα των ποδιών. Πεθαίνει. Παύση. Ίσως κάποιος από το κοινό να χειροκροτήσει. Εν μέσω της παύσης και των χειροκροτημάτων ακούγεται ένας ισχυρός κρότος. Εκρήξεις, ίσως. Πέφτουν σκόνη και λάσπη από τον ουρανό. Η ηθοποιός διακόπτει, σηκώνεται και παίρνει μια ή δύο πέτρες, τρέχει και κοιτάζει έξω. Μιλάει στο κοινό.

 

11. Τέλος

Γυναίκα:

Ακούσατε αυτούς τους θορύβους; Βρίσκονται εδώ, κοντά. Στα σίγουρα θα μπουν από ώρα σε ώρα.

Πηγαίνει στον βωμό της, παίρνει τα κοχύλια, τα δείχνει στο κοινό με την παλάμη του χεριού ανοιχτή.

Θέλει κανένας να ρωτήσει τι θα μας συμβεί; Θέλει κανείς να μάθει; Ποιος τολμάει να ρωτήσει; Κανείς; Αν ο φόβος δεν μας είχε παραλύσει τη γλώσσα.

Ξανακοιτάζει έξω και πάνω, τον αέρα. Ρίχνει τα κοχύλια. Τα κοιτάζει. Διαβάζει. Παύση. Ακούει.

Είσαι εκεί; Ε; … Αδελφούλη, πού είσαι;

Ρίχνει ξανά τα κοχύλια, γονατίζει, τα κοιτάει και τα διαβάζει. Ακούγονται ξανά οι εκρήξεις. Κι άλλη σκόνη και λάσπη πέφτουν απ’ τον ουρανό.

Όχι αδελφούλη, όχι. Όχι εσύ, αδελφούλη.

Σπάει τα κοχύλια με τα πόδια. Διπλώνεται πάνω απ’ τα σπασμένα κοχύλια σαν Αντιγόνη απαγχονισμένη. Κλαίει. Σταματά…Κοιτάζει, ακούει τους θορύβους, αρχίζει πολύ σιγανά να τραγουδάει ένα μεξικανικό corrido ενώ τα μαζεύει όλα και τα φυλάει στη βαλίτσα της.

Mi abuelo mató franceses y mi padre federales,
Mi abuelo mató franceses y mi padre federales.
Y yo tan solo heredé un jacal y tres nopales,
Y yo tan solo herede un jacal y tres nopales.
Mi abuelo fue Juarista y mi padre Zapatista,
Mi abuelo fue Juarista y mi padre Ζapatista.
Y yo siembro en tierra ajena y eso que soy agrarista,
Y yo siembro en tierra ajena y eso que soy agrarista.
Mi abuelo y mi padre murieron por la justicia,
Mi abuelo y mi padre murieron por la justicia.
Yo pienso que esa señora los jacales no visita,
Yo pienso que esa señora los jacales no visita.

Ο παππούς μου έσφαξε Γάλλους
κι ο πατέρας φεντεράλες[2]Στο σύγχρονο Μεξικό οι φεντεράλες (federales) είναι οι ομοσπονδιακοί αστυνομικοί. Το τραγούδι, ωστόσο, αναφέρεται … Continue reading
Κι εμένα άλλο δεν μου ’μεινε
από μια καλύβα και τρία φραγκόσυκα
Ο παππούς μου ήταν Xουαρίστα
κι ο πατέρας Zαπατίστα[3]Οι Χουαρίστας (juaristas) είναι οι υποστηρικτές του Μπενίτο Χουάρες (Benito Juárez), του 26ου Μεξικανού προέδρου με … Continue reading
Κι εγώ σπέρνω σε γη ξένη
και γι’ αυτό είμαι αγραρίστα[4]Οι αγραρίστας (agraristas) είναι αγρότες που κινητοποιούνταν υπέρ του αναδασμού της γης. [Σ.τ.Μ.]
Ο παππούς μου κι ο πατέρας
πεθάναν για τη δικαιοσύνη
Κι εγώ σκέφτομαι πως είναι μια κυρία [η δικαιοσύνη]
που σε καλύβες δεν μπαίνει

Σταματά πού και πού και κοιτάζει εκεί από όπου ξεσπάν οι θόρυβοι και οι εκρήξεις. Πέφτουν στάχτες και σκόνη και κομμάτια λάσπης από το ταβάνι, τόσο στη σκηνή όσο και ανάμεσα στους θεατές. Αφού μαζέψει όλα της τα πράγματα, τα βάζει στη βαλίτσα και περπατάει τραγουδώντας το corrido της αρχής, ενώ το φως σιγά-σιγά ξεθωριάζει μέχρι να σκοτεινιάσει:

Qué lejos estoy del suelo donde he nacido,
inmensa nostalgia invade mi pensamiento,
y al verme tan sola y triste cual hoja al viento,
quisiera llorar, quisiera morir de sentimiento.

Χώμα που με γέννησες πόσο μακριά έχω φύγει
νοσταλγία απέραντη τα σπλάχνα μου τυλίγει
Δείτε με φτωχή και μόνη σαν φτερό στον άνεμο
μου ’ρχεται να κλάψω, μου ’ρχεται να σβήσω απ’ τον καημό

Nakajika yori nuñu nuni ka kuri
cuachatin do ni ja kun teiniri
jan dao io maturi nu andisotachi
kundiri mdairi kuniri kuri jatunina ka niniri

ΤΕΛΟΣ

 

footnotes

footnotes
1 Το πάλο σάντο (palo santo), ή «ιερό ξύλο», είναι μια ποικιλία ενδημικών δέντρων της Λατινικής Αμερικής. Το ξύλο αυτών των δέντρων, που επίσης ονομάζεται πάλο σάντο, χρησιμοποιείται ως θυμίαμα και θεωρείται πως έχει θεραπευτικές ιδιότητες. [Σ.τ.Μ.]
2 Στο σύγχρονο Μεξικό οι φεντεράλες (federales) είναι οι ομοσπονδιακοί αστυνομικοί. Το τραγούδι, ωστόσο, αναφέρεται στους ιστορικούς τους προγόνους, δηλαδή στον ομοσπονδιακό στρατό του στρατηγού και δικτάτορα Πορφίριο Ντίαζ (Porfirio Diaz) που διατηρήθηκε στην εξουσία ως πρόεδρος του Μεξικού για 31 χρόνια, μέχρι την Μεξικανική Επανάσταση. [Σ.τ.Μ.]
3 Οι Χουαρίστας (juaristas) είναι οι υποστηρικτές του Μπενίτο Χουάρες (Benito Juárez), του 26ου Μεξικανού προέδρου με θητεία από το 1858 ως το 1872 ως εκπρόσωπος του Φιλελεύθερου Κόμματος (Partido Liberal). Γεννημένος στη Οαχάκα σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια Ζαποτέκων, ο Χουάρες ήταν ο πρώτος πρόεδρος του Μεξικού με ιθαγενή καταγωγή. Το τραγούδι αναφέρεται επίσης στους Ζαπατίστας (Zapatistas) των αρχών του 20ού αιώνα, δηλαδή στα μέλη του Απελευθερωτικού Στρατού του Νότου (Ejército Libertador del Sur) και στους υποστηρικτές του Εμιλιάνο Ζαπάτα (Emiliano Zapata), που ηγήθηκε της Μεξικανικής Επανάστασης από το 1911 ως το 1920. [Σ.τ.Μ.]
4 Οι αγραρίστας (agraristas) είναι αγρότες που κινητοποιούνταν υπέρ του αναδασμού της γης. [Σ.τ.Μ.]