Antígona. Historia de objetos perdidos by Daniela Cápona in Greek
Photo documentation of the staging of
Antígona. Historia de objetos perdidos by Daniela Cápona, 2001
Source: Daniela Cápona
Antígona. Historia de objetos perdidos [Antigone: A Story of Lost Objects] is a theatre play written and staged in 2001 by Chilean actress and dramaturg Daniela Cápona. Including subtle references to Antigone by Jean Anouilh, Cápona selects the Chilean dictatorship as the context that overdetermines the actions of her two characters (Her and Him). Antigone/Her, in an act of defiance against her tragic fate, is self-exiled to Europe in the company of Aemon/Him. Distanced from the urgencies of her home country, she feels an insatiable loss while at the same time denying it.
With its flexible rhythm and uncluttered dialogues, the text of the play functions more as a script for the two actors to improvise on. This feature is maintained in our Greek translation.
Translated by Alkisti Efthymiou
Edited by Marios Chatziprokopiou
Αντιγόνη
(ιστορία χαμένων πραγμάτων)
της Daniela Cápona
Μετάφραση: Άλκηστη Ευθυμίου
Επιμέλεια μετάφρασης: Μάριος Χατζηπροκοπίου
(Σαντιάγο)
Εκείνος: Η Αντιγόνη ήταν νέα, πολύ νέα… Ζούσε σε μια πόλη που είχε γίνει έρμαιο πολιτικών συγκρούσεων. Τα δυο αδέρφια της είχαν αναμετρηθεί για τον θρόνο της πόλης και είχαν αλληλοσκοτωθεί. Τότε, ο θείος, ο Κρέων, γίνεται βασιλιάς και διατάζει ο ένας αδερφός να ταφεί με τιμές και ο άλλος να εγκαταλειφθεί στην ύπαιθρο για να σαπίσει ενώπιον όλων και να τον φάνε οι γύπες και τα αρπακτικά πουλιά. Η Αντιγόνη δεν το αποδέχθηκε αυτό, είναι καθήκον της να θάψει τον αδερφό της, και τους δύο αδερφούς της όπως πρέπει, είναι το πεπρωμένο της μια τέτοια επικίνδυνη ανυπακοή. Την ανακαλύπτουν, ο θείος της την καταδικάζει σε θάνατο, το δέχεται γιατί είναι η μοίρα της, κληρονομιά του πατέρα. Γιατί η τραγωδία είναι αναπόφευκτη αν το όνομά σου είναι Αντιγόνη, αν είσαι κόρη ενός άντρα με το όνομα Οιδίποδας, τελικά πρέπει να ενδώσεις, να το αποδεχτείς, να γίνεις ηρωίδα, δεν γίνεται να πας κόντρα στη μοίρα. Η Αντιγόνη είχε έναν σύντροφο, τον έλεγαν Αίμονα.
Εκείνη: Υπάρχουν χίλιοι τρόποι να είσαι νεκρή,
στα πεζοδρόμια, χίλια κομμάτια.
Με χίλιους τρόπους πεθαίνω
χωρίς καν να σκέφτομαι
πόσο πολύ σε χάνω.
Κλείνω τα μάτια από τον πόνο
που σκίζει το στόμα και τα σπλάχνα μου
κι έτσι, με ραγισμένα μάτια, νεκρή και βουβή,
μπορούν να ξεκινήσουν ένα προς ένα,
όλα τα λεπτά του κόσμου.
Εκείνος: Εκείνη είχε αποφασίσει να πεθάνει με την πιο αδιανόητη αποκοτιά, ούτε καν αντιστάθηκε όταν τη βρήκαν, ήταν τόσο ήρεμη, ήταν το σωστό, μου το είχε πει, ήταν το πεπρωμένο της να πεθάνει έτσι. Κατέληξα να τη μισήσω γι’ αυτό. Εγώ τους έχασα όλους, φίλους, πατέρα, σύντροφο… Και μια μέρα, όταν νόμιζα πως την είχα ήδη χάσει, ήρθε να με ψάξει, ήταν ράκος, μου είπε «δε θέλω να πεθάνω, δε χρειάζεται να πεθάνω εγώ, ας πεθάνει κάποιος άλλος, ακόμα κι αν είναι το πεπρωμένο μου, δεν έχω όρεξη να πεθάνω σήμερα, πάμε». Και πήγα μαζί της, με πήρε μαζί της σαν να άρπαζε μια νύφη.
(Η πόλη)
Εκείνη: Τελευταία ονειρεύομαι ότι μου πέφτουν τα νύχια… από τη ρίζα,
ότι χτενίζομαι και δεν ξέρω γιατί.
Εδώ κανείς.
Εδώ ποτέ
Εδώ τίποτα
Υποψιάζομαι πως φριχτά πράγματα κρύβονται ανάμεσα στα απλωμένα ρούχα, ζώνες, γιακάδες, παπούτσια, κορίτσια που πέφτουν σιωπηλά απ’ τα μπαλκόνια. Άντρες που ψήνουν κάστανα σε κάθε γωνία. Αν κάποια μέρα μού λείψει αυτή η πόλη, μόνο αυτό θα μου λείψει, η μυρωδιά από τα ζεστά κάστανα
που ψήνονται στη γωνιά του δρόμου.
Εκείνος: Πάντα το ήξερα ότι υπήρχε κάτι που δε θα καταλάβαινα ποτέ, κάτι πάνω της. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν οι μέρες της φυλακής, ότι την άλλαξαν. Ότι ποτέ δεν ήρθαν να με ψάξουν γιατί ποτέ δεν είπε το όνομά μου. Και γι’ αυτό δε θα έπρεπε να με παραξενεύει που είχε γίνει τόσο αλλόκοτη μετά τη φυγή. Σαν ανέγγιχτη, σαν άγριο θηρίο. Θα την προτιμούσα θλιμμένη, για να της δώσω εγώ την ευτυχία.
Εκείνος: Αν δεν ήσουν εσύ δε θα ήμουν ζωντανός, έτσι δεν είναι;
Εκείνη: Τι;
Εκείνος: Στη φυλακή, δεν είπες ποτέ το όνομά μου…
Εκείνη: Όχι, δεν το είπα.
Εκείνος: …τι σου έκαναν;
Εκείνη: Τίποτα.
Εκείνος: Σε παρακαλώ, πες μου. Πρέπει να ξέρω.
Εκείνη: Για ποιο λόγο;
Εκείνος: Άντεξες για μένα; Για να μην πεις το όνομά μου;
Εκείνη: Όχι. Κανείς δε σε έψαχνε.
Εκείνος: Πες μου τι σου έκαναν.
Εκείνη: Δε μου έκαναν τίποτα.
Εκείνος: Σε χτύπησαν;
Εκείνη: Λίγο.
Εκείνος και εκείνη: Τσουκνίδες και γαϊδουράγκαθα θα ανθίσουν στις πληγές σου, κι αν η γαλήνη έρθει και παραμείνει, αν κοιμηθείς χλωμή και ανθισμένη από όλα τα αγκάθια, τότε δε θα μπορώ να σε ξεχάσω. Δε θα μπορώ να ξεχάσω το κορμί σου πληγωμένο και ανοιγμένο. Τα γυμνά σου πόδια απολύτως εγκαταλειμμένα, πάνω σε μια τραχιά άμμο, οποιαδήποτε. Το σώμα σου θα μείνει ανθισμένο κάτω από μια πόλη που δε γνωρίζω… Τσουκνίδες και γαϊδουράγκαθα να ξεπροβάλλουν από τις πληγές.
Εκείνος: Αν είχαν συμβεί όλα αυτά, θα ήμουν η χήρα σου.
Εκείνη: Αν είχαν συμβεί όλα αυτά, θα ήμουν η χήρα σου.
Εκείνος: Άρχισε να γίνεται ξένη, αλλόκοτη για μένα. Άρχισε μέσα της να εκδηλώνεται κάτι αδύνατο, δε με εξέπληξε, ήξερα πάντα ότι υπήρχε κάτι, κάτι που τελικά θα την έπαιρνε μακριά μου.
Εκείνος: Τρέχει κάτι;
Εκείνη: Δεν ξέρω.
Εκείνος: Τρέμεις.
Εκείνη: Ναι.
Εκείνος: Τι σου συμβαίνει;
Εκείνη: Αυτή η πόλη είναι γελοία.
Εκείνος: Ορίστε;
Εκείνη: Κρυώνω, κρυώνω πολύ.
Εκείνος: Ναι, κάνει κρύο, κάνει κρύο όλες αυτές τις μέρες.
Εκείνη: Πονάει, πονάει το κρύο… Αρχίζω να τρελαίνομαι… από το κρύο. Εγώ, είτε πεθάνω είτε όχι, δε θα γίνω ποτέ μητέρα κανενός… Κοίτα με, τι μου συνέβη και είμαι έτσι; Πολύ κλειστή, σκοτεινή και ψυχρή. Οποιοδήποτε παιδί θα πάγωνε μέχρι θανάτου μέσα μου, θα μελάνιαζε… θα μελανιάζαμε όλοι.
Εκείνος κι εκείνη: Πάει καιρός που δε σου μιλάω, που δε μου μιλάς, που δε σ’ ακούω όταν μου μιλάς. Πάει καιρός που νομίζω πως δεν είμαστε πια εδώ.
(Βρυξέλλες)
Εκείνη: Κάποτε αυτή η πόλη μού φαινόταν το τέλειο κράμα παραδοξότητας και μοναξιάς. Βρυξέλλες, Μαδρίτη, Ρώμη, Βερολίνο, Βρυξέλλες. Μου φαίνεται πλέον κάτι συνηθισμένο… εγώ… ζούσα σε μια πόλη και δεν είμαι πια εκεί, λείπω, ξεδιάντροπα, άξεστα… αυτό λέγεται απουσία. Έφυγα, από φρίκη και δειλία, από φόβο. Έφυγα επειδή δεν ήξερα πώς να αγαπήσω τον θάνατο, γιατί ήθελα να κρατήσω για μένα ό,τι μου ανήκε. Έφυγα επειδή δεν ήθελα να δω κανέναν άλλον να πεθαίνει και επειδή ήξερα ότι θα συνέχιζαν να πεθαίνουν.
Λένε ότι αυτή είναι η πιο όμορφη πλατεία του κόσμου.
Από δω και στο εξής έπαψαν να μου αρέσουν οι μελαχρινοί άντρες. Δεν θέλω πλέον να αγαπώ έναν μελαχρινό άντρα σ’ αυτή την πόλη των ξανθών. Από δω και στο εξής θά ‘θελα έναν ξανθό άντρα στο κρεβάτι μου, για να καταλαγιάσει μέσα μου αυτή η σκοτεινιά της αγνοούμενης. Να μη με καταλαβαίνει. Να μην μπορεί να καταλάβει ότι κάπου αλλού στον κόσμο ακόμα λείπω, ότι με το να βρίσκομαι σ’ αυτή την πόλη, ακόμα και για τον θάνατο, λείπω.
Εκείνος: Τσουκνίδες και γαϊδουράγκαθα θα ανθίσουν στις πληγές σου, κι αν η γαλήνη έρθει και παραμείνει, αν κοιμηθείς χλωμή και ανθισμένη από όλα τα αγκάθια, τότε δε θα μπορώ να σε ξεχάσω. Δε θα μπορώ να ξεχάσω το κορμί σου πληγωμένο και ανοιγμένο. Τα γυμνά σου πόδια απολύτως εγκαταλειμμένα, πάνω σε μια τραχιά άμμο, οποιαδήποτε. Το σώμα σου θα μείνει ανθισμένο κάτω από μια πόλη που δε γνωρίζω… Τσουκνίδες και γαϊδουράγκαθα να ξεπροβάλλουν από τις πληγές.
Εάν αυτό είχε συμβεί, θα ήμουν εγώ η χήρα σου.
Σαντιάγο, 2001